Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2013
Συνοπτικὴ Ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ Ἁγίας Μαρίνας Ἀνδρου
Ἡ ἵδρυσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 1325 μ.Χ. στὴν περιοχὴ Λίτρες τῆς Ἀνδρου, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἀφοῦ ἡ Ἁγία Μαρίνα παρουσιάσθηκε σὲ ἕνα γέροντα ἀσκητὴ τῆς ἐποχῆς στὸν τόπο αὐτὸ (σημερινὰ Ἀποίκια), ποὺ τοῦ ὑπέδειξε νὰ βρεῖ τὴν κεκρυμμένη σὲ μιὰ σχισμὴ ἑνὸς βράχου εἰκόνα της. Ὁ αὐτοκράτωρ Ἐμμανουὴλ Παλαιολόγος, τὸν ἐνισχύει οἰκονομικὰ καὶ ἱδρύει τὴν Μονήν.
Κατὰ τὸν 16ον αἰώνα, ὕστερα ἀπὸ ἐπιδρομὲς πειρατῶν ἡ Μονή, κατακαίεται τρεῖς φορές, καὶ οἱ λιγοστοὶ μοναχοὶ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει δὲν μποροῦν νὰ τῆς δώσουν τὴν παλαιὰ αἴγλη. Τὸ ἔτος 1743 ἡ Μονὴ πλέον εὑρίσκεται σὲ τελεία παρακμὴ καὶ μόνο πέντε ὑπέργηροι Μοναχοὶ ὑπάρχουν στὴ Μονή. Ὅμως ἡ Ἁγία Μαρίνα, μὲ νέο θαῦμα, φέρνει στὴ Μονὴ τῆς τὸν Ἱερομόναχο Σωφρόνιο τὸν Πελοππονήσιον, ποὺ μὲ συνεχῆ ὁράματα, τὸν κρατᾶ στὴν Μονή, καὶ ποὺ ἐκποιώντας τὴν περιουσία του στὴν Πελοπόννησο, ἀνακαινίζει τὴ Μονὴ καὶ τὴν μετατρέπει σὲ γυναικεία το ἔτος 1746. Πολλὲς ἀρχοντοποῦλες τῆς Ἀνδρου ἐνδύονται τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, καὶ φθάνει ὁ ἀριθμὸς τῶν Μοναζουσῶν, πλέον τὰς ἑκατὸν (100). Ἡ αἴγλη τῆς Μονῆς καὶ ἡ φήμη της, γίνεται γνωστὴ σ’ ὅλο τὸν τότε κόσμο, ἀφοῦ τὸ ἀργυροποιεῖο, ἡ χαρακτική, καὶ ἡ βιοτεχνία τοῦ μεταξοσκώληκα, εἶναι τὸ παγκόσμιο γνώρισμά της.
Ὅμως δὲν ἄργησε καὶ πάλι ἡ Μονή, νὰ δοκιμασθεῖ ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, καὶ νὰ κλείσει μὲ διάταγμα τοῦ Ὄθωνα, διὰ τοῦ Βαυαροῦ Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν Μάουερ, ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κλείσουν 417 Μοναστήρια –μεταξύ των ὁποίων ἦτο καὶ ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνης Ἀνδρου – νὰ δημευθεῖ ἡ περιουσία τους καὶ οἱ Μοναχοὶ ἢ Μοναχὲς νὰ μετατεθοῦν στὰ Μοναστήρια ποὺ παρέμειναν ἀνοικτά, ἢ νὰ κοσμοποιηθοῦν. Ἁγία ΜαρίναΤουτο ἐγένετο τὸ ἔτος 1833. Τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Μαρίνης τὴν θαυματουργή, τὴν ἀγόρασε σὲ δημοπρασία ἡ ἱστορικὴ Οἰκογένεια Ἐμπειρίκου, καὶ τὴν διαφύλαττε στὸν κεντρικὸ Ναὸ τῆς Χώρας, τὴν Παναγία, ἐπὶ 146 ἔτη. Εἶναι εἰκόνα ποὺ ἐπισυνάπτεται στὸ κείμενο. Ἡ ἱερὰ Μονὴ μετατρέπεται σὲ στάβλο ζώων, γκρεμίζονται καὶ σχεδὸν ἰσοπεδώνονται τὰ κτήρια, καὶ μιὰ ὄμορφη μάζα ἀπὸ πέτρες καὶ ξύλα καὶ ἀκαθαρσίες ζώων καὶ ἀνθρώπων ποὺ περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ σταβλίσουν τὰ ζῶα τοὺς (ἀρνιά, κατσίκια, βόδια, ἄλογα), εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ ἀντικρίζει ὁ περαστικός.
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ κάτω φίλοι ἀναγνῶστες θὰ ἀφήσουμε τὸν Ἡγούμενο π. Κυπριανό, καὶ πρώην Ἀρχοντάρη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὅρους νὰ μᾶς πεῖ, πῶς μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἁγίας Μαρίνης καὶ τῶν Ἁγίων Αἰκατερίνης καὶ Παρασκευῆς ἐπανοικοδομήθηκε καὶ ἀνασυστάθηκε ἡ Μονή, γιὰ νὰ ὁμοιάζει σήμερα μὲ ὁλόλευκο Πύργο καὶ παλάτι φιλοξενίας καὶ ἀγάπης Χριστοῦ.
Τὸ ἔτος 1975 εἶμαι διάκονος τοῦ Σὲβ/τάτου Μητροπολίτου Σύρου, Τήνου, Ἀνδρου κ.λ.π. κ. Δωροθέου, καὶ προσωπικός του ἀκόλουθος. Μὲ ἔπαιρνε πάντοτε μαζί του, σὰν διάκονό του, στὶς ἱεροτελεστίες τῶν ἑορταζόντων Μονῶν ἢ Ναῶν. Τὴν 20η Ἰουλίου τοῦ ἔτους ἐκείνου ἐνθυμοῦμαι ὅτι πήγαμε μαζὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Ἀνδρου. Διερχόμενοι ἀπὸ τὸ ἐρειπωμένο κάστρο καὶ τὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνης κάμνει μιὰ εὐχή, ὅπως μου εἶπε ἀργότερα, «Ἁγία μου Μαρίνα νὰ μὲ ἀξιώσεις, πρὶν κλείσω τὰ μάτια μου, νὰ σὲ δῶ τουλάχιστον καθαρισμένη... ὡς πότε θὰ σὲ βλέπω νὰ παραμένεις στάβλος». Στὴ συνέχεια τῆς ἐνδόμυχης εὐχῆς τοῦ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μοῦ λέγει : «Κυπριανὲ ἄκουσες τί εὐχὴ ἔκανα». Ὄχι, τοῦ ἀπαντῶ, καὶ μοῦ φανερώνει τὴν εὐχή. Τοῦ ἁπαντὰ ἡ ταπεινότης μου, «Νὰ σὲ ἀξιώσει Δέσποτά μου ἡ Ἁγία Μαρίνα, νὰ δεῖς τὴ Μονὴ τῆς ὅπως ἐπιθυμεῖς». Τρεῖς φορὲς κατὰ τὴ διαδρομὴ ὁ Σεβασμιότατός μου ἐπανέλαβε, ἔντονα τὴν εὐχή του γιὰ τὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνης, καὶ τὶς τρεῖς φορὲς ἔλαβε τὴν ἴδια ἀπάντηση ἀπὸ τὴν ταπεινότητά μου, ὥσπου μετὰ τὸ πέρας τῆς λειτουργίας, ἐπῆγε ὁ καθένας στὰ ἴδια. Ἡ ἐλαχιστότης μου ἔμεινε στὸ πατρικὸ σπίτι στὴν Ἄνδρο, στὸ χωριὸ ποὺ μέχρι σήμερα ἐφημερεύω, καὶ ποὺ εἶχα πρόγραμμα νὰ κτίσω Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ. Μὲ τὴ σκέψη αὐτή, ξάπλωσα νὰ ξεκουραστῶ ἀλλὰ δὲν πρόφτασα, διότι μὲ πρόλαβε τὸ τηλεφώνημα τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου, ποὺ ἔλεγε: «Ὁ Δεσπότης Κυπριανέ, προτείνει σὲ σένα καὶ σὲ μένα νὰ ἀναστηλώσουμε τὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνης καὶ ὁ Δεσπότης μας, θὰ φροντίσει νὰ γίνει, μὲ ὑπουργικὸ διάταγμα, ἡ ἀνασύσταση τῆς Μονῆς». Ἀρνήθηκα νὰ δεχτῶ τὴν πρόταση τοῦ Δεσπότη μας στὸν Ἀρχιερατικὸ ἐπίτροπο, ἂν καὶ μοῦ ἐπανέλαβε ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες, λέγοντάς του τὰ σχέδιά μου, καὶ ὅτι ἔχω ὑπὸ τὴν προστασία μου τὴν ὑπερήλικη μητέρα μου.
Αἰσθανόμενος, ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄρνησή μου, ἄσχημα ἀνέβηκα στὸ δωμάτιό μου, γιὰ νὰ ἀναπαυθῶ, ἔκαμα τὴν προσευχή μου, σὲ μιὰ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Μαρίνας, λέγοντάς της τὰ ἑξῆς : «Ἁγία μου Μαρίνα μὴ ἐκλάβεις τὴν ἄρνησίν μου, σὰν ἄρνησιν πρὸς τὸ Ἅγιον πρόσωπό σου. Ἐγὼ σὲ ἀγαπῶ, εἶσαι ἡ ἀγαπημένη, ἀπὸ τὶς ἀγαπημένες μου Ἁγίες, καὶ ἐσὺ γνωρίζεις τὸν ἱερό μου πόθο. Πεπεισμένος ὅτι τὰ εἶχα βρεῖ μὲ τὴν Ἁγία Μαρίνα ἔπεσα ἥσυχος νὰ κοιμηθῶ. Δὲν ἐνθυμοῦμε τί ὥρα ἦτο καὶ ἂν ἤμουν κοιμώμενος ἢ ἔξυπνος, ὅταν νοιώθω σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ δωματίου νὰ γίνεται σεισμὸς καὶ νὰ συνταράσσεται τὸ δωμάτιο. Σκέφθηκα ὅτι ἂν εἶναι σεισμός, ἔχω δύο σκάλες νὰ κατέβω, ὁπότε δὲν προλαμβάνω καὶ θὰ μὲ καταπλακώσουν τὰ ἐρείπια. Ἔκαμα τὸ Σταυρό μου καὶ εἶπα : «Κάθισε ἐδῶ Κυπριανὲ καὶ σκεπάσου μὲ τὴν κουβέρτα καὶ ὅτι πεῖ ὁ Θεός».
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ νοιώθω κάτι νὰ μὲ ἁρπάζει καὶ νὰ μὲ τοποθετεῖ κάπου. Ξυπνάω λοιπὸν καὶ βλέπω ὅτι εὑρισκόμουν στὰ ἐρείπια τῆς Ἁγίας Μαρίνης – σὲ ἀπόσταση ὀκτὼ χιλιομέτρων ἀπὸ τὸ σπίτι μου – καὶ διαλογιζόμουν, «τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Δεσπότης μου, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναστηλωθεῖ αὐτὴ ἡ Μονὴ ποὺ εἶναι πετρωμένα μπάζα, νὰ κοποῦν τὰ πελώρια δένδρα ποὺ εἶχαν γίνει δάσος κ.λ.π. ἐμπόδια». Κάνοντας αὐτοὺς τοὺς διαλογισμούς, βλέπω νὰ σχίζεται στὰ δύο το Νότιο μέρος τοῦ τοίχους, νὰ ἀνοίγει σὰν συρταρωτὴ πόρτα, καὶ νὰ παρουσιάζεται ἕνας ἁμαξωτὸς δρόμος ποὺ ἔφθανε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, καὶ νὰ ξεπροβάλλουν τρεῖς νέες Μοναχὲς πού μου ἔκαμαν νεῦμα νὰ σταματήσω ἐκεῖ ποὺ ἤμουν, διότι ἐρχόντουσαν νὰ μὲ συναντήσουν.
Μέσα σὲ λίγα λεπτὰ ἦλθαν μπροστά μου ἡ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη – καὶ ἡ πρώτη παίρνει τὸ λόγο – μὲ χαιρετάει καὶ μοῦ λέγει : «Χαῖρε Κυπριανέ…». Ἐγὼ φοβούμενος ἀπὸ τὸ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα ποὺ βλέπω, κάμνω μιὰ ὑπόκλιση σεβασμοῦ καὶ λέγω : «Εὐλογεῖτε Γερόντισσες…». Τότε αὐτὴ ποὺ μὲ χαιρέτησε, ἐπιτακτικά μου λέγει : «Θὰ κτιστεῖ τὸ Μοναστήρι Κυπριανέ, καὶ νὰ δεχθεῖς τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότη σου». Ἄρχισα τότε ἐγὼ νὰ προφασίζομαι, μὲ πολλὰ «πώς», πῶ τοῦτο, πῶς ἐκεῖνο, θέλουμε πολὺ νερὸ καὶ δὲν ὑπάρχει Γερόντισσα. Τότε μὲ πάει σὲ ἕνα μέρος τῆς Μονῆς καὶ μοῦ λέγει : «ἐδῶ ἔχω νερὸ Κυπριανέ, γιὰ νὰ πίνει ὅλη ἡ Ἄνδρος». Πράγματι εὑρέθη τὸ ἄφθονο νερὸ στὸ σημεῖο ποὺ μᾶς ὑπέδειξε ἡ Ἁγία Μαρίνα.
Συνεχίζω ἐγὼ ὅμως τὴν ἄρνησή μου καὶ τὶς προφάσεις μου λέγοντάς της : « Γερόντισσα ποιὸς θὰ πείσει τοὺς τσοπαναραίους νὰ πάρουν τὰ πρόβατά τους, τὰ κατσίκια τους καὶ τὰ βόδια τους καὶ τὰ ἄλογά τους; Ποῖος θὰ πείσει τὸν Παπαγιάννη ὅτι τὸ ἐκκλησάκι ποὺ λειτουργεῖ εἶναι τῆς Μονῆς καὶ θὰ ἀποχωρήσει;».
Τότε μὲ βγάζει ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος, καὶ βλέπω στὴ σειρὰ τοὺς δύο ἱερεῖς τῶν Ἀποικίων καὶ τοὺς κολίγους. Ἀπευθύνεται πρῶτα στὸν Πατέρα Ἰωάννη (τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε, διότι ἐκοιμήθη) καὶ τοῦ λέγει : « Ἐσὺ Παπὰ Γιάννη δὲν θὰ δώσεις τὸ κτῆμα καὶ τὴν ἐκκλησία;» καὶ ὁ Πάπα-Γιάννης ἀπάντησε θετικὰ μὲ μιὰ ὑπόκλιση. Ἔπειτα ἀπευθύνεται στὸν ἀρχηγὸ τῶν τσοπαναραίων τὸν Ζανὴ Καλαμπούκη καὶ τοῦ λέγει : « Ἐσὺ Ζανὴ δὲν θὰ δώσεις ἐντολὴ νὰ πάρουν τὰ ζῶα τους ἀπὸ ἐδῶ;». Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ζανὴς μὲ μιὰ ὑπόκλιση, ἔδωσε θετικὴ ἀπάντηση.
Ἔπειτα ἀφοῦ μὲ πῆγε μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος, ἐγὼ συνέχιζα νὰ ἀρνοῦμαι καὶ τῆς λέγω : « Γερόντισσα ὁ Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος θέλει νὰ ἀναλάβει τὴν ἀναστήλωση, ἀναθέσατε σ’ αὐτόν». Τότε ἡ ἀπάντησίς Της σὲ αὐστηρὸν τόνο ἦτο : « Ἐσὺ θὰ ἀναλάβεις Κυπριανέ, σ’ αὐτὸν θὰ μιλήσω ἄλλη ὥρα». Συνεχίζοντάς μου λέγει σὲ γλυκὸ ὕφος καὶ τόνο : « Ἐσὺ θὰ ἀναλάβεις τὴν ἀναστήλωση τῆς Μονῆς Κυπριανὲ καὶ δὲν θὰ χρειαστεῖς νὰ κτυπήσεις ἄλλη πόρτα, γιὰ βοήθεια, - γιατί ξέρω, ὅτι αὐτό σε στεναχωρεῖ – θὰ εἶμαι κοντά σου, ἐδῶ, καὶ ὅτι θέλεις θὰ τὸ ζητὰς ἀπὸ ἐμένα».
Τότε τὴν ἐρώτησα : « Ποία εἶσαι ἐσὺ καὶ ποῖες εἶναι οἱ ἄλλες δύο, ποῦ μὲ τόση σιγουριά, μὲ τέτοια βεβαιότητα, μοῦ λέγετε αὐτά;» καὶ εὐθέως μου ἀπάντησε : « Δὲν κατάλαβες Κυπριανέ!!! Εἶμαι ἡ Μαρίνα καὶ οἱ δύο ἄλλες ἀδελφές μου, εἶναι ἡ Παρασκευὴ καὶ ἡ Αἰκατερίνα ποὺ συγκατοικοῦν μὲ ἐμένα στὸ Μοναστήρι. Τὸ διάταγμα τοῦ Ὄθωνα μᾶς πέταξε ἔξω καὶ μένουμε λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Θὰ ἀνοίξει ὅμως τὸ Μοναστήρι καὶ θὰ ἔλθουμε πάλι ἐδῶ νὰ κατοικήσουμε. Ἐμένα δέ, θὰ μὲ βλέπεις κάθε μέρα. Μαζὶ θὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ ἀναστηλώσουμε τὸ Μοναστήρι. Νὰ δεχθεῖς λοιπόν, τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότη σου τ’ ἄκουσες Κυπριανέ;». μὲ χαιρέτησε καὶ κάμνει μία στροφὴ πρὸς τὸ δρόμο καὶ κλείνει τὸ τεῖχος σὰν συρταρωτὴ πόρτα.
Τότε νέο σεισμὸ νοιώθω, ἐνῶ ταυτόχρονα, νομίζω ὅτι μὲ ξαναπέταξε ὁ σεισμὸς στὸ κρεβάτι μου. Ξυπνώντας ἀπὸ τὴν ληθαργική, ἐνοραμικὴ κατάσταση, βλέπω ὅτι πράγματι εὑρίσκομαι στὸ κρεβάτι μου • ἀνάβω τὸ φῶς καὶ κοιτάζω τὸ ρολόι ποὺ ἔδειχνε 3,45’ μ. μεσονύκτιο. Κάμνω τὸ σταυρό μου, καὶ στρέφοντας τὰ μάτια μου στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Μαρίνης λέγω μὲ τὸ λογισμό μου «Ἁγία μου ἤσουν Ἐσὺ • ἤμουν κοντά Σου • Μιλοῦσα μαζί Σου», τότε βλέπω τὰ μάτια της, στὴν εἰκόνα νὰ ἀνοιγοκλείνουν, σὰν νὰ μοῦ λέγουν. Νὰ ἐγὼ ἤμουν». Δὲν χρειαζόμουν ἄλλα πλέον γιὰ νὰ βεβαιωθῶ ὅτι ἡ Ἁγία, διάλεξε τὴν ταπεινότητά μου, γιὰ νὰ ἀναστηλώσω τὴν Μονή της, καὶ ἀμέσως παίρνω ἐκείνη τὴν ὥρα τὸν Ἀρχιερατικό, ὁ ὁποῖος ἀκούγοντας τὴ φωνή μου ἐτρόμαξε καὶ τοῦ λέγω νὰ πεῖ στὸ Μητροπολίτη μας, ὅτι δέχομαι νὰ ἀναλάβω τὴν ἀναστήλωση τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Μαρίνης καὶ ὅτι τὰ ὑπόλοιπα θὰ τοῦ τὰ ἐξηγοῦσα ἄλλη ὥρα.
Ἀπὸ τὴν ἑπομένη, ἡ ταπεινότης μου εὐρίσκετο, μὲ ἕναν κασμά, ἕνα φτυάρι καὶ ἕνα καρότσι στὸ ἐρειπωμένο Μοναστήρι. Πέντε ὁλόκληρα χρόνια ἀγωνιζόμουν νὰ ξεμπαζώσω τὸ ἐρειπωμένο Μοναστήρι. Ὅμως ἡ παρουσία παρουσία τῆς Ἁγίας πού μου ὑποσχέθηκε ἦτο πάντοτε ἔντονη. Ἔγινε δὲ ἀκόμη πιὸ ἔντονη μὲ τὴν Εἰκόνα Της (ἡ εἰκόνα τοῦ κειμένου). Ἕνας γέροντας, ἐπίτροπος τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας στὴ Χώρα μου λέγει μιὰ μέρα : « Ἔμαθα πατέρα Κυπριανὲ ὅτι ἄνοιξες τὸ Μοναστήρι, ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου, ὅτι ἡ Εἰκόνα τῆς Ἁγίας Μαρίνης ποὺ εἶναι σ’ αὐτὸ τὸ προσκυνητάρι εἶναι τῆς Μονῆς, ποὺ τὴν ἀγόρασαν ἡ οἰκογένεια Ἐμπειρίκου καὶ τὴν τοποθέτησαν ἐδῶ. Νὰ μποροῦσες νὰ τὴν πάρεις καὶ νὰ τὴν πᾶς στὸ Μοναστήρι, τὸ Μοναστήρι θὰ σωζότατε».
Τότε θυμήθηκα τὴν ὑπόσχεση τῆς Ἁγίας Μαρίνας, ὅτι θὰ εἶναι παντοῦ καὶ πάντοτε μαζί μου, καὶ ἀμέσως πηγαίνω στὸν ἐφημέριό του ναοῦ τῆς Παναγίας τὸν π. Νικόλαο καὶ μὲ παρακλητικὸ τρόπο, τοῦ ζητῶ, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μοῦ δώσει τὴν εἰκόνα ποὺ ἀνῆκε ἄλλοτε στὸ Μοναστήρι. Τὸ πῶς δὲν μὲ ἔδειρε εἶναι ἀπορίας ἄξιον, καὶ μὲ τὸ δίκαιό του ὁ π. Νικόλαος, ἀφοῦ ὅπως μου ἐξήγησε ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας ἐτοποθετήθη, πρὶν τόσα καὶ τόσα χρόνια, ἀπὸ τοὺς ἰδιοκτῆτες της στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας. Ἡ ταπεινότης μου τοῦ ἁπαντὰ «Πατέρα Νικόλαε ἡ Ἁγία Μαρίνα σε μὲ τὸν ἐλάχιστον εἶπε, ὅτι θὰ εἶναι κοντά μου, θὰ εἶναι πάντοτε παροῦσα καὶ θὰ μὲ βοηθάει στὸ ἔργο τῆς Μονῆς της. Νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ εἶναι ἀδύνατο, μήπως ἐννοοῦσε ὅτι θὰ εἶναι κοντά μου, μὲ τὴν Ἱερὰ καὶ θαυματόβρυτο αὐτὴ εἰκόνα Της;».
Δὲν ἄντεξε καὶ μὲ ἔβγαλε ἔξω καὶ δὲν δέχτηκε καμιὰ ἄλλη συζήτηση. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες δέχομαι ἕνα σημείωμα ἀπὸ τὸν πατέρα Νικόλαο, πού μου ἔγραφε νὰ κατέβω νὰ τὸν συναντήσω στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας.
Κατέβηκα λοιπὸν στὴ χώρα, καὶ στὸ Γραφεῖο τοῦ Ναοῦ , μὲ περίμεναν συγκεντρωμένοι, ὁ π. Νικόλαος καὶ οἱ τέσσερις Ἐπίτροποι τοῦ Ναοῦ, οἱ ὁποῖοι μου ὑποδεικνύουν νὰ ὑπογράψω ἕνα πρακτικό, τὸ ὁποῖο διαβάζοντάς το, ἔγραφε ὅτι μου παραχωροῦν τὴν Εἰκόνα τῆς Ἁγίας Μαρίνης. Μὲ ρίγη συγκινήσεως τὸ ὑπέγραψα, λέγοντάς του : « τί ἦτο αὐτὸ ποῦ σᾶς ἔκαμε νὰ ἀλλάξετε τὴν ἀρνητική σας στάση γιὰ τὴν Εἰκόνα τῆς Ἁγίας;». ἡ ἀπάντησή τους ἦτο « μὴ μᾶς ρωτᾶς». Μοῦ ἐνεχείρησαν δὲ καὶ ἕναν φάκελο μὲ τρεῖς χιλιάδες, λέγοντάς μου, ὅτι αὐτὰ εἶναι γιὰ τὴ μεταφορὰ τῆς εἰκόνος στὸ Μοναστήρι. Δάκρυα χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης τρέχουν ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπὸ τὰ μάτια μου πρὸς τὴ Ἁγία, βλέποντας τὴν ἔντονη παρουσίαν της καὶ τὴν ταχύτατην βοήθειά της. Μὲ ἀναμμένα κεράκια μὲ θυμιάματα καὶ μὲ συνοδεία πιστῶν, μεταφέραμε τὴν εἰκόνα στὴ Μονὴ τὸ ἔτος 1976.
Ἔκτοτε ἡ Μονὴ ἀπέκτησε τὴν Κυρά της, ἀπέκτησε Ἔφορο, ἀπέκτησε Οἰκονόμο, ἀπέκτησε Γερόντισσα. Ἀπὸ τότε, ὅτι καὶ ἂν ἔβαζα στὴ σκέψη μου, γιὰ ἀνέγερση κτιριακῶν συγκροτημάτων στὴ Μονή, ξεκινοῦσα μὲ ἀπειροελάχιστες οἰκονομικὲς δυνατότητες καὶ ὅταν βρισκόμουν σὲ οἰκονομικὸ ἀδιέξοδο, γιὰ τὴν ἐξόφλησή του, ἔτρεχα στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας καὶ τὴν παρακαλοῦσα θερμά, νὰ βρεῖ τὸν τρόπο νὰ ἐξοφλήσω τὸ χρέος. Καὶ Ἐκείνη, ὢ Ἐκείνη, ἔτρεχε νὰ μοῦ φέρει τὸ ποσὸ ποὺ χρεωστοῦσα, καὶ παραπάνω ἀπ’ αὐτά.
Ἔτσι χτίστηκε καὶ πάλι ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνης, ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρίνα καὶ τοὺς προσκυνητές της, ποὺ ἔφερνε καὶ φέρνει, μὲ θεία τῆς νεύση, γιὰ νὰ προσφέρουν τὸ κεράκι τους, καὶ νὰ πάρουν τὸ δῶρο τους ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρίνα, μὲ τὰ θαύματά της καὶ τὴν ἀγάπη της.
Ἡ ταπεινότης μου δὲν αἰσθάνεται εὐεργετημένη ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρίνα, δὶ’ αὐτὸ καὶ ἔχω δοθεῖ ὁλόκληρος στὴν Ἁγίαν μας, καὶ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πῶς θὰ τελειοποιηθοῦν οἱ ναοὶ τῆς Μονῆς, ὁ ξενώνας της, καὶ ὅτι ἄλλο ποὺ θὰ κοσμεῖ τὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας. Κάποτε εἶχα ἀγαπήσει τὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ ἔλεγα νὰ πεθάνω στὸ Ἅγιο Ὅρος • τώρα ἡ προσευχή μου ἔχει ἀλλάξει, καὶ λέγω νὰ πεθάνω Ἁγία μου Μαρίνα κοντά σου, διότι ξέρω, ὅτι σὺ θὰ μὲ βοηθήσεις νὰ ἀνέβω τὴν Οὐρανόδρομο κλίμακα.
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, δὲν μὲ ἐνδιαφέρουν τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ἐγκόσμια ἀλλὰ ἡ ὑγεία, ἡ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ γιὰ νὰ συνεχίσω τὴν τελειοποίηση τοῦ ἔργου τῆς Μονῆς τῆς Ἁγία Μαρίνης, καὶ μὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀγάπη καὶ τῆς Ἁγίας Μαρίνης, τὸ τῆς φιλοξενίας τῶν προσκυνητῶν της, ποὺ μὲ ἐντολὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνης, πραγματοποιεῖται καὶ θὰ πραγματοποιεῖται. Ὁ κάθε προσκυνητής, ἢ ὅσοι καὶ ἂν εἶναι, θὰ πρέπει νὰ φάει, νὰ κοιμηθεῖ δωρεάν, καὶ ἐφόσον τὸ ἐπιθυμεῖ κάθε προσκυνητής, θὰ προσφέρει τὸ κεράκι του στὴν Ἁγία Μαρίνα.
Μὲ τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἀγάπη,
+ Ἀρχιμανδρίτης Κυπριανὸς Χειμώνας
Πηγή: Ὀρθόδοξοι Πατέρες
TO ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ : agios.dimitrios.kouvaras.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου