Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Δευτέρα, 29 Δεκεμβρίου 2014


Η Σύναξη των μαθητών-Αναγνωστών της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου στο "Κουκουνάρειο" Πνευματικό Κέντρο Παναγίας Λατομιτίσσης

Στην φιλόξενη ενοριακή αίθουσα του «Κουκουναρείου» Πνευματικού Κέντρου του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Λατομιτίσσης πραγματοποιήθηκε η φετινή σύναξη των μαθητών-Αναγνωστών της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, τη Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014.

Η σύναξη πραγματοποιήθηκε ύστερα από πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκου, για την οποία ενημερώθηκαν οι Αναγνὠστες από τους Εφημερίους των Ενοριών τους και από το Διαδίκτυο.

Ο Σεβαμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Μάρκος ευλόγησε τη σύναξη και απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους τους προέτρεψε πατρικά να συμμετέχουν στη λατρευτική και μυστηριακή ζωή της Αγίας μας Εκκλησίας, να συμμετέχουν στην ενοριακή δραστηριότητα, να τιμούν τους γονείς τους με την υπακοή τους και τον οφειλόμενο σεβασμό και να είναι συνεπείς στις μαθητικές τους υποχρεώσεις, ώστε να έχουν καλές επιδόσεις.

Ο Σεβασμιώτατος μαζί με τις πατρικές του ευχές για το Ιερό Δωδεκαήμερο και το επερχόμενο νέο έτος, προσέφερε ως ευλογία από ένα βιβλίο. Κεράσματα προσφέρθηκαν από την ενορία, ενώ η σύναξη ολοκληρώθηκε με μια αναμνηστική φωτογραφία.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Το εξόριστο βρέφος

Πολλές φορές οι άνθρωποι, που αγωνίζονται να τηρούν το θέλημα του Θεού, απορούν γιατί συναντούν όλο «αναποδιές» και «ατυχίες». Και μάλιστα τη στιγμή, που οι θρησκευτικά αδιάφοροι δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα και καμιά δοκιμασία.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλώντας για τη φυγή του Νεογέννητου Χριστού στην Αίγυπτο, απαντάει με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές:

Από την αρχή, λέγει, του πνευματικού αγώνα πρέπει να περιμένουμε πειρασμούς και δοκιμασίες.

Βλέπεις, ότι αυτό γίνεται και στον Χριστό, ενώ ακόμη είναι στα σπάργανα; Μόλις γεννήθηκε, ξεσηκώθηκε εναντίον του ο Ηρώδης. Ακολουθεί η φυγή στην Αίγυπτο. Εξορία σε χώρα βαρβαρική.

 
Ακούγοντας τα αυτά, πρόσεξε. Μην ταραχθείς, όταν σε βρίσκουν αθεράπευτες συμφορές και αμέτρητοι κίνδυνοι! Και κυρίως πρόσεξε. Μην ειπείς: «Γιατί μου συμβαίνουν αυτά; Εγώ, αφού τηρώ τις εντολές του Θεού, έπρεπε να στεφανωθώ και να ανακηρυχθώ νικητής! Να αποκτήσω όνομα και δόξα!»

Μη σκέφτεσαι έτσι. Αντίθετα να τα δέχεσαι όλα με γενναιότητα. Πνευματική ζωή χωρίς πειρασμούς δεν γίνεται.

Να έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. Τέτοια εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού είχε και ο Δίκαιος Ιωσήφ. Του εμφανίζεται ο Άγγελος και του λέγει: «Πάρε το Παιδί και τη Μητέρα Του και πηγαίνετε στην Αίγυπτο.»

Δεν σκανδαλίσθηκε· όταν άκουσε αυτά ο Ιωσήφ. Ούτε είπε στον Άγγελο: «Τι μπερδεμένα πράγματα μου λες; Εσύ δεν μου έλεγες προηγουμένως, ότι Αυτός θα σώσει τον λαό Του; Τώρα λοιπόν, ούτε τον Εαυτό Του δεν μπορεί να σώσει;! Άλλα μου υποσχέθηκες και άλλα γίνονται στην πραγματικότητα;»

Δεν μίλησε έτσι ο Ιωσήφ. Τίποτε από αυτά δεν είπε.
Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. Ούτε για τον χρόνο επιτροφής από την Αίγυπτο δεν δείχνει περιέργεια τη στιγμή μάλιστα που ο Άγγελος μίλησε πολύ αόριστα για επιστροφή.

Πιστεύει, υπακούει και υπομένει με χαρά όλους τους πειρασμούς.
***


Να, λοιπόν! Ο αληθινός μαθητής του Χριστού δεν ξαφνιάζεται, όταν τον βρίσκουν θλίψεις και δοκιμασίες. Αλλά παίρνει θάρρος· γιατί ενθυμείται, ότι Αυτός που για μας έγινε Νήπιο, από την πρώτη στιγμή της επιγείους ζωής Του αντιμετώπισε διωγμούς και ταλαιπωρίες.


Πηγή: περιοδικό Ο Άγιος Λάζαρος, έκδ. Ι.Ν. Αγ. Λαζάρου Λάρνακος, Δεκέμβριος 2011.
Υ/γ. Ευχόμαστε σ' όσους δοκιμάζονται σκληρά από τον πόνο του χωρισμού, του θανάτου, της ασθένειας, του φόβου, της πείνας, της προδοσίας, της κατάρρευσης των ονείρων, της συκοφαντίας, να τους προσφέρει απλόχερα την Παρηγορία Του το Θείο Βρέφος. Ευχόμαστε και στον γέροντα Εφραίμ να εξέλθει πιο φωτεινός μετά κι από αυτή την ανθρώπινη δίωξη...

Παρακλητικός Κανών στον Άγιο Νικόλαο Αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας για τους ναυαγούς

Ὁ Ἱερεύς: Εὐλογητός ὁ Θεός ἠμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ὁ Ἀναγνώστης: Ἀμήν.
Δόξα σοί, ὁ Θεός ἠμῶν, δόξα σοί.
Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἠμίν καί
καθάρισον ἠμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον, Ἀγαθέ τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός
ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.



Ψαλμός ρμβ΄ (142)
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σού• καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι
οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου, ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν
ἔπ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. διεπέτασα
πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἄπ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι
τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα• γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἤ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μού•
ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον. δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μού• τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία.
Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας
τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλός σου εἰμι.

Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος ἅ΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β΄. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ΄. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἠμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.

Τοῦ Ἱεράρχου τή πανσέπτω Εἰκόνι, πιστοί προσπέσωμεν αὐτῶ ἐκβοῶντες, οἱ ἁμαρτίαις πολλαῖς ἐγκυλινδούμενοι, σπεῦσον ὤ Νικόλαε, Ἱεράρχα Κυρίου, σαῖς πρός τόν
Φιλάνθρωπον, ἱεραῖς ἰκεσίαις, παντός κινδύνου, λύπης καί φθορᾶς, καί δεινῶν νόσων, ἁπάλλαξον ἅπαντας. χριστιανος.
gr

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τά, δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀναξιοι• εἰ μή γάρ σύ προίστασο πρεσβεύουσα, τίς ἠμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ἕως
νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σού• σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ψαλμός ν΄ (50)
Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημα μου•επί πλεῖον πλῦνον μέ ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας
μοῦ καθάρισον μέ. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διαπαντός. Σοί μόνω ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἄν
δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου, καί νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας,
τά ἄδηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μέ ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοί ἀγαλλίασιν καί
εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀποστρεψον τό πρόσωπόν σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἑξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον
ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψης μέ ἀπό τοῦ προσώπου σου καί τό πνεῦμά σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἄπ ἐμοῦ. Ἀπόδος
μοί τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καί πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός,
ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου•αγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν,
ἔδωκα ἀν•ολοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε,
ἐν τή εὐδοκία σου τήν Σιῶν, καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ• τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα• τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριον
σού μόσχους.

Εἴτα ψάλλομεν τάς Ὠδᾶς τοῦ Κανόνος.
Ὠδή ἅ΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ἀρματηλάτην Φαραώ.

Ταῖς προσευχαίς σου Ἱερέ Νικόλαε, ἐκδυσωπῶν τόν Θεόν, τό σκοτεινόν νέφος, τό τῆς ἀθυμίας μου, Παμμάκαρ διασκέδασον, θυμηδίας ὑπάρχων, καί εὐθυμίας ἀναπλεως,
τῷ Παμβασιλεῖ παριστάμενος.
Ταῖς τῶν παθῶν μέ τρικυμίαις πάντοθεν, περικυκλούμενον, καί λογισμῶν σάλω, τήν ψυχήν δονούμενον, ἐπί λιμένα εὔδιον, τῶν Χριστοῦ θελημάτων, ταῖς προσευχαίς σου
κυβέρνησον, ὅπως σέ δοξάζω, Νικόλαε.
Τῶν Ἀποστόλων καί Ὁσίων σύσκηνος, ἀποδεικνύμενος, καί Θεϊκῆς αἴγλης, πάντοτε πληρούμενος, τούς τήν σεπτήν σου σήμερον, προσκυνοῦντας Εἰκόνα, φωτός μετόχους
ἀναδεῖξον, εὐχαίς σου Παμμάκαρ Νικόλαε.

Θεοτοκίον
Σέ τήν ἐν σπλάγχνοις δεξαμένην Ἄχραντε, τό πῦρ τό ἄστεκτον, ἐκδυσωπῶ πίστει, τῆς γεέννης ρύσαι μέ, καί τῆς ἀποκειμένης μοί, διά πλῆθος πταισμάτων, κολάσεως
ἐλευθέρωσον, σού ταῖς εὐπροσδέκτοις δεήσεσι.

Ὠδή γ΄. Σύ εἰ τό στερέωμα
Ἴνα σέ δοξάζωμεν, καί σέ πρεπόντως γεραίρωμεν, δίδου ἠμίν, Νικόλαε Μάκαρ, τήν εἰρήνην πρεσβείαις σου.
Κόπασον, Νικόλαε, ταῖς σαῖς θερμαῖς παρακλήσεσι, τάς καθ’ ἠμῶν, ἐπανισταμένας, ἀσθενείας δεόμεθα. χριστιανος.
gr
Ρύσαι μέ Νικόλαε, περικυκλούμενον πάθεσι, καί πειρασμοῖς, καί κινδύνοις πλείστοις, ταῖς λιταίς σου καί σῶσον μέ.

Θεοτοκίον
Ἔχω σέ Πανάσπιλε, βίου προστάτιν καί τεῖχος ἄρρηκτον διό δεινῶν, τοῦ ματαίου βίου, οὗ πτοοῦμαι τήν ἕφοδον.

Ὠδή δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε
Νόσοις πλείστοις Νικόλαε, καί πολλοῖς τοῖς πταίσμασι περιπέπτωκα, προφθασαν μέ ρύσαι Πάνσεπτε, ταῖς πρός τόν Δεσπότην ἰκεσίαις σου.
Ὁ ἀθώους τυγχάνοντας, νέους τρεῖς θανάτου ἁπαλλαξάμενος, σπεῦσον ρύσαι μέ Νικόλαε, τῆς αἰωνιζούσης κατακρίσεως.
Κατακρίσεως ἄξιος, ζῶν ἐν ἀμελεία εἰμί ὁ ἄθλιος, ταῖς λιταίς σου ἅγιε Νικόλαε, μετανοίας ὅρμω μέ ὁδήγησον. χριστιανος.
gr

Θεοτοκίον
Ρυπωθέντα μέ κάθαρον, καί νενεκρωμένον μέ σύ ἀναστησον, Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τόν νεκρούς ζωώσαντα κυήσασα.

Ὠδή ἐ΄. Ἴνα τί μέ ἀπώσω
Ἀκλινεῖ διανοία, πρός τόν Ἐπουράνιον ἀνῆλθες Κύριον, παρ’ οὐ καί τήν χάριν, τῶν μεγίστων θαυμάτων ἀπείληφας, Νικόλαε Μάκαρ• διό ἠμᾶς τούς σούς οἰκέτας, τῶν δεινῶν
καί τῶν νόσων ἁπάλλαξον.
Ἐν τή θεία σου Μνήμη, Ἱερέων Νικόλαε σύλλογος τέρπεται, καί Πιστῶν χορεῖαι, τῶν θαυμάτων τῶν σῶν ἀπολαύουσαι, ἐν χαρά τρυφῶσι, καί ὡς εἰκός σέ ἀνυμνούσι, καί
προστάτην καλούσι σέ μέγιστον.
Λαμπρυνθεῖς θεία αἴγλη, ὤφθη ἡ καρδία σου ὄντως Παράδεισος, τῆς ζωῆς τό ξύλον, κεκτημένη ἐν μέσω τόν Κύριον ὄν δυσώπει Πάτερ, τοῦ Παραδείσου ἀπολαυσαι, τῆς
τρυφῆς καί τῆς δόξης τούς δούλους σου.

Θεοτοκίον
Ἀνατίθημι, Κόρη, πάσας ἐπί Σοῖ τάς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας μου διό δυσωπῶ Σέ, μή παρίδης δεινῶς μέ ποντούμενον, συμφορῶν πελάγει, ἀλλά τήν σήν δίδου μοί χείρα,
ὡς τῷ Πέτρω ὁ Υἱός σου, καί σῶσον μέ.

Ὠδή στ΄. Τήν δέησιν ἐκχεῶ
Χειμάζει μέν τῶν κίνδυνων ὁ σάλος, οὐκ ἰσχύει δέ βυθίσαι μέ Μάκαρ• σέ γάρ ἀεί Κυβερνήτην πλουτήσας, πρός γαληνόν τόν λιμένα ἠδύνομαι, καί φθάνω μέχρις οὐρανοῦ,
διά σου Ἱεράρχα Νικόλαε.
Ἰλάσθητι τοῖς σοῖς δούλοις, Παμμάκαρ, καί ὑγείας τήν ἀντίληψιν δίδου ὡς ἀγαθός καί φιλάδελφος φύσει, καί τῶν δεινῶν καί τῶν θλίψεων λύτρωσαι, ταῖς θείαις σου πρός
τόν Θεόν, μεσιτείαις, θεοφρον Νικόλαε.
Λυτρούμενος ἐκ θανάτου ὡς ὤφθης, τοῖς ἀθώους πρίν, ὤ Πάτερ στρατηλάτα, οὕτω καί νῦν περιστάσεως πάσης, ἠμᾶς καί νόσων Νικόλαε λύτρωσαι, πρεσβείαις σου ταῖς
ἱεραῖς, ἴνα πόθω τιμῶμεν τήν Μνήμην σου.

Θεοτοκίον
Φιλάγαθε, νυσταγμῶ βαρούμενον, ραθυμίας μέ θερμή σου ἱκεσία, ἔγειρον νῦν καί μή δώης ὑπνῶσαι, τῆς ἁμαρτίας σόν δοῦλον εἰς θάνατον, προστάτιν γάρ καί ὁδηγόν,
τῆς ἐμῆς σέ ζωῆς ἐπιγράφομαι.
Ἐπιβλεψον μετ’ εὐμενείας, Νικόλαε Μάκαρ, καί πάσαν θλίψιν λιταίς σου ἀπέλασον, ἐκ τῶν ψυχῶν ἠμῶν τῶν οἰκετῶν σου. χριστιανος.
gr
Ἄχραντε ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμήνευτως ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα Μητρικήν παρρησίαν.
Zoom in (real dimensions: 436 x 559)Ὁ Ἱερεύς μνημονεύει εἴτα τό Κοντάκιον. Ἦχος δ΄.
Ταῖς τῶν θαυμάτων ἀκτίσι, Νικόλαε, καταφαιδρύνεις ὑφήλιον ἅπασαν, καί λύεις τόν ζόφον τῶν θλίψεων, καί τῶν κινδύνων ἐλαύνεις τήν ἕφοδον, προστάτης ὑπάρχουν θερμοτατος.

Καί εὐθύς τό Προκείμενον. Ἦχος δ΄.
Οἱ ἱερεῖς σου Κύριε ἐνδύσονται δικαιοσύνην, καί οἱ Ὅσιοί σου ἀγαλλιάσονται.
Στίχος. Καυχήσονται Ὅσιοι ἐν δόξη, καί ἀγαλλιάσονται ἐπί τῶν κοιτών αὐτῶν.

Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην (ἰ΄ 1-9).
Εἶπεν ὁ Κύριος πρός τούς ἐληλυθότας πρός αὐτόν Ἰουδαίους. Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμίν. Ὁ μή εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, ἀλλά ἀναβαίνων
ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστι καί ληστής ὁ δέ εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας, ποιμήν ἔστι τῶν προβάτων. Τούτω ὁ θυρωρός ἀνοίγει, καί τά πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει,
καί τά ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα, καί ἐξάγει αὐτά. Καί ὅταν τά ἴδια πρόβατα ἐκβάλη, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καί τά πρόβατα αὐτῶ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τήν φωνήν
αὐτοῦ. Ἀλλοτρίω δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσιν, ἀλλά φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν. Ταύτην τήν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖνοι δέ οὐκ
ἔγνωσαν τίνα ἤν ἅ ἐλάλει αὐτοῖς. Εἶπεν οὔν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμίν, ὅτι ἐγώ εἰμί ἡ θύρα τῶν προβάτων. Πάντες, ὅσοι ἦλθον πρό ἐμοῦ, κλέπται εἰσί καί
λησταί ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τά πρόβατα. Ἐγώ εἰμί ἡ θύρα δί’ ἐμοῦ ἐάν τίς εἰσέλθη, σωθήσεται, καί εἰσελεύσεται, καί ἐξελεύσεται, καί νομήν εὐρήσει.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ταῖς τοῦ Ἱεράρχου, πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἁπάλλαξον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος: Ἐλεῆμον, ἐλέησον μέ ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.

Καί τό παρόν προσόμοιον. Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθεμένοι
Ἅπαντα τόν βίον μου ἐν ἀμελεία διάγων, καί πρό τέλους ἔφθασα, ἄκαρπος ὁ δείλαιος, Ὑπεράγαθε, πονηρῶν πράξεων, ἐπιφέρων μόνον, νῦν φορτία τά δυσβάστακτα ἄπερ
Φιλάνθρωπε, σκόρπισον ροπή τοῦ ἐλέους σου, καί δίδου μοί κατάνυξιν, καί ἐπιστροφήν τήν σωτήριον, ταῖς τοῦ Νικολάου, πρεσβείαις εὐπροσδέκτοις ὁ Θεός, ὄν εἰς πρεσβείαν
προσάγω σοί, καί τήν σέ κυήσασαν. χριστιανος.
gr

Ὁ Ἱερεύς:
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σού• ἐπισκεψαι τόν κόσμον σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς. Ὑψωσον κέρας Χριστιανῶν ὀρθοδόξων καί καταπεμψον
ἐφ’ ἠμᾶς τά ἐλέη σου τά πλούσια• πρεσβείαις τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας• δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυρού• προστασίαις
τῶν τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων• ἰκεσίαις τοῦ Τιμίου καί Ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου• τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων Ἀποστόλων•
ὧν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἠμῶν, μεγάλων ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθανασίου καί
Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμμονος, πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας. Νικολάου τοῦ ἐν Μύροις, Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυματουργών• τῶν ἁγίων ἐνδόξων
μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου, Θεοδώρων Τύρωνος καί Στρατηλάτου, τῶν ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου, τῶν ἁγίων
ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων. Τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἠμῶν. Τῶν ἁγίων καί δικαίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί ’Ἄννης.
καί πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἰκετεύομεν σέ, μόνε πολυέλεε Κύριε. Ἐπάκουσον ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων σου καί ἐλέησον ἠμᾶς.

Ὠδή ζ΄. Παῖδες Ἑβραίων
Ρύστης πλεόντων ἀνεδείχθης, ὤ Νικόλαε, καί τῶν χηρῶν προστάτης, ὀρφανῶν τέ λιμήν, καί πλουτιστῆς πενήτων διό καί ἠμᾶς λύτρωσαι ἐκ κινδύνων σαῖς πρεσβείαις.
Ξένα Νικόλαε ἐργάζη, ἐν θαλάσση μακράν καί πάση ὑφηλίω, ταχυδρόμους ἀεί, καί πάσχοντας προφθάνων, καί τούτους ἐκλυτρούμενος, ἐκ τῶν νόσων καί κινδύνων.
Νόσων παντοίων καί κινδύνων, Ἰατρός φανεῖς, Νικόλαε τρισμάκαρ τῆς ψυχῆς μου διό, θεράπευσον τήν νόσον, καί εὐρωστίαν δώρησαι, ταῖς ἐνθέοις σου πρεσβείαις.

Θεοτοκίον
Ἐπαρον χείρας σου, Παρθένε, πρός τόν εὔσπλαγχνον Θεόν καί Βασιλέα, καί δεινῶν συμφορῶν, καί νόσων καί κινδύνων, τή κραταιά πρεσβεία σου, ἐξελού τούς σούς οἰκέτας.

Ὠδή ἡ΄. Τόν Βασιλέα
Τούς πειρασμῶν νῦν, περισχεθέντας τῷ βάθει, σούς οἰκέτας Νικόλαε σῶσον, δούς ἠμίν τήν λύσιν, αὐτῶν σαῖς ἰκεσίαις.
Ὡς ἐν τρυφή, αὐλιζόμενος Μάκαρ, Οὐρανῶν τέ δόξης ἀπολαύων, τούς σέ ἀνυμνοῦντας, διάσωζε εὐχαίς σου.
Τῷ ἀπροσίτω, ἑλλαμφθεῖς φωτί Πάτερ, τάς ψυχᾶς τῶν ἐν θλίψει αὐγάζεις, διαλύων πάντα, τῶν πειρασμῶν τόν ζόφον.

Θεοτοκίον
Ἰσχύεις Κόρη, τόν ἐν ἰσχύι τεκοῦσα, εὐσυμπάθητον Σωτήρα τοῦ Κόσμου διό τή θερμή σου, προστρέχω βοήθεια.

Ὠδή θ΄. Κυρίως Θεοτοκίον
Γνωρίζει πάσα Κτίσις, Νικόλαε Μάκαρ, σῶν ἀρετῶν καί θαυμάτων τό πέλαγος διό καί χαίρει, προστάτην σέ ὀνομάζουσα.
Νικόλαε Παμμάκαρ, σῶζε ἐκ κινδύνων, τούς σούς οἰκέτας πιστῶς σέ δοξάζοντας, ὡς μιμητής τοῦ Σωτῆρος, ἀξιοθαύμαστος.
Τρυφῶν ταῖς Οὐρανίαις, θείαις λαμπηδόσι, Θεομακάριστε Πάτερ Νικόλαε, τή προστασία σου σῶσον, ἠμᾶς καί σκέπασον.

Θεοτοκίον
Μαρία Θεοτόκε, τήν κεκακωμένην, τή ἁμαρτία ψυχήν μου ἀγάθυνον, καί ἀγαθῶν αἰωνίων, μέτοχον ποίησον.
Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν
ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.

Καί τά παρόντα Μεγαλυνάρια
Νικόλαε Μάκαρ πάρεσο νῦν, προστάτης καί φύλαξ, καί ἐκ βλάβης παντοδαπῆς, ἠμᾶς ρύσαι πάντας, ἐν γῆ καί ἐν θαλάσση, τούς σέ θερμῶς φωνούντας, καί μεγαλύνοντας.
Χαίροις τῶν Πατέρων κλέος στερρόν, καί τό τῆς Τριάδος, ἐνδιαίτημα καθαρόν, τῶν πιστῶν προστάτης, καί καταπονουμένων, βοήθεια καί σκέπη, Πάτερ Νικόλαε.
Ἐν νόσοις σέ ἔχομεν Ἰατρόν, ἐν κινδύνοις ρύστης. κηδεμόνα ἐν ὀρφανοῖς, ἐν πένησι πλοῦτον, ἐν θαλάσση σωτήρα, καί χαρμονήν ἐν θλίψει, σοφέ Νικόλαε.
Ὀρφανῶν προστάτην σέ καί χηρῶν, πεινόντων τροφέα, πενομένων τέ πλουτιστήν, αἰχμαλώτων ρύστην, πλεόντων τέ σωτήρα, κεκτήμεθα Παμμάκαρ, σοφέ Νικόλαε.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἵ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἠμᾶς.

Τό Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον
δός ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Τό τροπάριον. Ἦχος δ΄.
Κανόνα πίστεως, καί εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σέ τή ποίμνη σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια διά τοῦτο ἐκτήσω τή ταπεινώσει τά ὑψηλά, τή πτωχεία
τά πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ὁ Ἱερεύς μνημονεύει, καί ἐν τή ἀπολύσει τό παρόν προσόμοιον.
Ἦχος β΄. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου Σέ νεκρόν

Χάριν εἰληφῶς παρά Θεοῦ, πάσι χορηγεῖς τάς ἰάσεις, ὑπό τήν σκέπην σου, ’γιε Νικόλαε, τοῖς σοί προστρέχουσι, φυγαδεύεις δαιμόνων γάρ, ἀνίατα πάθη, πάντας θεραπεύεις δέ,
τή προστασία σου. Ὅθεν καί ἠμεῖς δυσωποῦμεν, πρέσβευε πρός Κύριον πάσης, λυτρωθῆναι βλάβης τούς ὑμνοῦντας σέ.

Ἦχος πλ. δ΄.
Δέσποινα προσδεξαι, τάς δεήσεις τῶν δούλων σου, καί λύτρωσαι ἠμᾶς, ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως.

Ἦχος β΄.
Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.

Ὁ Ἱερεύς: Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς.
Ἀμήν.

ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ Τεῡχος 18ον ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014
katartisis18ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ
ΤΕΥΧΟΣ 18ον ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ & ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΔΕΛΤΙΟ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΕΩΣ
ΧΙΟΣ
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

28 Δεκεμβρίου 2014 - Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μός 52
Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν Χρι­στοῦ Γέν­νη­σιν
28 Δε­κεμ­βρί­ου 2014
Ματ­θαί­ου β΄ 13 – 23

Τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ ση­μα­το­δο­τοῦν τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὅ­πως αὐ­τὰ προ­βάλ­λουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γρα­φί­δα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ματ­θαί­ου, δί­νουν τὸ στίγ­μα τῆς πο­ρεί­ας ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Μεσ­σί­ας μέ­σα στὸν κό­σμο. Τὸ νε­ο­γέν­νη­το βρέ­φος τῆς Βη­θλε­ὲμ γνω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τὸ μέ­γε­θος τῆς κα­κί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ γεύ­ε­ται μὲ τὸν πιὸ πι­κρὸ τρό­πο τὴν ἐ­χθρό­τη­τα ποὺ ἐκ­δη­λώ­νουν οἱ ἄρ­χον­τες ἀ­πέ­ναν­τί του.

Τὰ γε­γο­νό­τα τὰ ὁ­ποί­α δι­α­δρα­μα­τί­στη­καν μὲ πρω­τα­γω­νι­στή τὸ βα­σι­λιὰ Ἡ­ρώ­δη, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὸν πιὸ ἀ­δί­στα­κτο καὶ αἱ­μο­στα­γῆ τρό­πο ἐκ­δή­λω­σε τὶς θη­ρι­ω­δί­ες του, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τοῦ λό­γου τὸ ἀ­λη­θὲς ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἄλ­λω­στε καὶ ἀ­πὸ τοὺς ἱ­στο­ρι­κούς τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης.

Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κό­σμο δη­μι­ούρ­γη­σε νέ­ους καὶ ἀ­λη­θι­νοὺς δεῖ­κτες ζω­ῆς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, οἱ ὁ­ποῖ­οι πα­ρα­πέμ­πουν σὲ μί­α πο­ρεί­α ποὺ τὸν ἀ­νε­βά­ζει ψη­λά. Ἐ­κεῖ ὅ­που συν­τε­λεῖ­ται μί­α σω­τή­ρια συ­νάν­τη­ση μὲ τὴν κα­τερ­χό­με­νη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι μί­α πο­ρεί­α στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ὁ­ποί­ας συν­θλί­βον­ται οἱ δαι­μο­νι­κὲς δυ­νά­μεις καὶ ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ αὐ­θεν­τι­κὰ τὰ αἰ­ώ­νια μη­νύ­μα­τα ποὺ ἐκ­πέμ­πει τὸ Θεῖ­ο Βρέ­φος τῆς Βη­θλε­έμ. Βέ­βαι­α, μπο­ρεῖ νὰ φαί­νε­ται ὅ­τι ἡ δύ­να­μη τοῦ σα­τα­νᾶ κυ­ρια­ρχεῖ ἀ­κό­μα πά­νω στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, μὲ ὅ­λα τὰ ὀ­δυ­νη­ρὰ συ­νε­πα­κό­λου­θα. Ὡ­στό­σο, ἡ ἐ­πι­κρά­τη­σή τους εἶ­ναι φαι­νο­με­νι­κὴ καὶ προ­σω­ρι­νή. Καὶ αὐ­τὸ για­τί μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται τὸ σω­τή­ριο σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει ἢ νὰ μα­ται­ώ­σει. Οὔ­τε ἡ ἀ­γρι­ό­τη­τα καὶ θη­ρι­ω­δί­α τοῦ Ἡ­ρώ­δη ποὺ ἐκ­δη­λώ­θη­καν μὲ τὸν πιὸ ἀ­πε­χθῆ τρό­πο, μὲ τὴν ἀ­πάν­θρω­πη σφα­γὴ τῶν νη­πί­ων στὴ Βη­θλε­ὲμ καὶ στὴ γύ­ρω πε­ρι­ο­χή, δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸ νὰ μα­ται­ώ­σουν τὸ ἔρ­γο τοῦ νε­ο­γέν­νη­του βρέ­φους τῆς Βη­θλε­ὲμ ποὺ βρι­σκό­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὴν προ­στα­τευ­τι­κὴ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ.

Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ τυ­χαῖ­ο. Ὅ­λα ἔ­χουν τὸ νό­η­μα καὶ τὸ σκο­πό τους. Ὅ­λα δεί­χνουν ὅ­τι ἡ Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ κα­θο­δη­γεῖ τὰ πάν­τα στὴ ζω­ὴ καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει στὶς δυ­νά­μεις τοῦ κα­κοῦ νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σουν πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ τὸν ἀ­φή­σουν ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο στὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸ θά­να­το. Τὸ ὅ­τι ἡ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ προ­στα­τεύ­ει τὸ θεῖ­ο βρέ­φος ἀ­πὸ τὴν ἀ­πει­λη­τι­κὴ μα­νί­α ἑ­νὸς κο­σμι­κοῦ ἄρ­χον­τα, τὸ ὅ­τι τὸ κα­θο­δη­γεῖ σὲ ἀ­σφα­λὲς μέ­ρος καὶ τὸ προ­ει­δο­ποι­εῖ τε­λι­κὰ γιὰ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πι­στρο­φῆς στὴν πα­τρί­δα του, τί ἄλ­λο μπο­ρεῖ νὰ φα­νε­ρώ­νει πα­ρὰ τὴν ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τῶν πιὸ πά­νω; Εἶ­ναι τό­σο φα­νε­ρὰ τὰ ση­μεῖ­α ποὺ δί­νον­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ἰ­σχυ­ρὴ πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας, ὥ­στε νὰ μὴ­ν χω­ροῦν ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε ἀμ­φι­βο­λί­ες, ἐ­πι­φυ­λά­ξεις ἢ ἀμ­φι­σβη­τή­σεις. Ἄλ­λω­στε, ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ ἐ­μᾶς προ­σω­πι­κά, μέ­σα ἀ­πὸ βι­ώ­μα­τα καὶ ἐμ­πει­ρί­ες, θὰ πρέ­πει νὰ ἔ­χει ἀν­τι­λη­φθεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς στὴ ζω­ὴ του τὴν πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὁ­πο­τε­δή­πο­τε καὶ ὁ­που­δή­πο­τε. Εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ κα­θο­δη­γεῖ κά­θε βῆ­μα στὴ ζω­ή μας καὶ μᾶς πα­ρέ­χει τὴν πιὸ ἀ­σφα­λῆ προ­στα­σί­α. Ἀ­κό­μα καὶ μέ­σα ἀ­πὸ γε­γο­νό­τα ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σκορ­ποῦν θλί­ψη στὴ ζω­ή, ἡ εὐ­ερ­γε­τι­κὴ πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­σχυ­ρὸ ἐ­χέγ­γυ­ο γιὰ τὴν πο­ρεί­α ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­με. Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ δι­ή­γη­ση δὲν ἀ­φή­νουν τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος θὰ πρέ­πει νὰ πο­ρεύ­ε­ται μὲ αἰ­σι­ο­δο­ξί­α πρὸς τὸ μέλ­λον. Πα­ρὰ τὸ φαι­νο­με­νι­κὸ θρί­αμ­βο τοῦ κα­κοῦ, τοῦ μί­σους καὶ τῆς θη­ρι­ω­δί­ας μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α, τε­λι­κὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης. Καὶ ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ εἶ­ναι τε­ρά­στια, για­τί ἔ­χει ἀ­λη­θι­νὴ πη­γὴ της τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Τὸ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς προσ­λαμ­βά­νει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ σαρ­κώ­νε­ται, ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας του ἀλ­λὰ καὶ τὴν κα­τάρ­γη­ση τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ κα­κοῦ. Ἂς ἐγ­κολ­πω­θοῦ­με, λοι­πόν, αὐ­τὸ τὸ σω­τή­ριο μή­νυ­μα μέ­σα ἀ­πὸ τὸ νέ­ο ἦ­θος ποὺ φα­νε­ρώ­νε­ται στὴ θεί­α Φάτ­νη καὶ δι­α­πο­τί­ζει ὁ­λό­κλη­ρο τὸ εἶ­ναι μας. Μό­νον ἔ­τσι μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­ξι­ω­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ὡς χα­ρι­τω­μέ­νη καὶ χρι­στο­ει­δὴς ὕ­παρ­ξη. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2014


ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΑΡ. 18
Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
«Χρίων ὡς Θεός ἑαυτόν ὡς ἄνθρωπον»
(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός) 
Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διὰ μου!
Ἀ­πὸ τοὺς ἀρ­χαί­ους χρό­νους ὁ κό­σμος ἔ­θε­τε στὸ κέν­τρο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τός του τὸν ἄν­θρω­πο. Τὸν ἡ­ρω­ϊ­σμὸ του ὕ­μνη­σε ἡ ἐ­πι­κὴ ποί­η­ση, τὴν σο­φί­α του με­λέ­τη­σε ὁ φι­λο­σο­φι­κὸς στο­χα­σμός, τὰ γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς του πε­ρι­έ­γρα­ψε ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, τὸ κάλ­λος του ἐ­ξέ­φρα­σε ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ τέ­χνη. Ἔ­τσι δι­α­μορ­φώ­θη­κε ἕ­νας ὑ­ψη­λὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως δὲν ἐ­πέ­τυ­χε νὰ γε­φυ­ρώ­σει τὴν χα­ο­τι­κὴ ἀ­πό­στα­ση με­τα­ξύ τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που.


Τὸ δι­ά­στη­μα αὐ­τὸ γιὰ πρώ­τη καὶ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α ἐ­κά­λυ­ψε, ἐ­γε­φύ­ρω­σε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, μὲ τὸ δι­κό του θέ­λη­μα, μὲ τὴν δι­κή του πρω­το­βου­λί­α, μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Λό­γου Θε­οῦ.
Τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων γεν­νι­έ­ται ὁ Θε­άν­θρω­πος καὶ μα­ζὶ ἀ­να­τέλ­λει ὁ νέ­ος ἀν­θρω­πι­σμός, ὁ θε­αν­θρω­πι­σμός. Τὸ κή­ρυγ­μα τῶν προ­φη­τῶν, ὁ στο­χα­σμὸς τῶν φι­λο­σό­φων, ἡ προσ­δο­κί­α τῶν ἁ­πλῶν ἀν­θρώ­πων, μέ­σῳ τῶν αἰ­ώ­νων, γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κό­της. «Ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν». Ὁ Θε­ὸς σκη­νώ­νει ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Σκη­νὴ τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, σκη­νὴ τοῦ Κτί­στη τὸ κτί­σμα Του, σκη­νὴ τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τὸ δη­μι­ούρ­γη­μά Του. Τὰ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν Του δὲν τὰ πα­ρεῖ­δε.
Γιὰ πρώ­τη φό­ρα στὴν ἱ­στο­ρί­α αἴ­ρε­ται ἡ ἀ­πό­λυ­τη μο­να­ξιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που, μο­να­ξιὰ, ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­που­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν υἱ­ι­κή του σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, ὥ­στε νὰ λει­τουρ­γεῖ κα­τὰ τὴν ἀ­λη­θι­νή του φύ­ση ὡς εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Εἰ­κό­να ποὺ, ὅ­ταν αὐ­το­νο­μεῖ­ται, χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ θεῖ­ο Ἀρ­χέ­τυ­πό Της, ἀ­μαυ­ρώ­νε­ται.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἡ ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ Πα­τρὸς, ἐ­πι­στρέ­φει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν «κα­τ'­εἰ­κό­να Θε­οῦ» φύ­ση του. Τώ­ρα στὸν νέ­ο ἐν Χρι­στῷ ἄν­θρω­πο ἀ­πο­κα­θί­στα­ται τὸ ἀρ­χαῖ­ο κάλ­λος τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἄν­θρω­πος εὑ­ρί­σκει τὸ νό­η­μα τῆς ζω­ῆς του, τὴν δι­καί­ω­σή του, τὴν λύ­τρω­σή του, τὴν θε­ρα­πεί­α του, τό τέ­λος του, στὴν κοι­νω­νί­α του μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ στὴν ἀ­να­φο­ρά Του στὸν Δη­μι­ουρ­γὸ καὶ Πα­τέ­ρα Του.
Ὁ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Θε­ὸς δέν ἀ­πέρ­ρι­ψε τὸν ἄν­θρω­πο. Τὸν ἐ­πῆ­ρε πά­νω Του, τὸν προ­σέ­λα­βε γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει, νὰ τὸν ἀ­να­στή­σει, νὰ τὸν κά­νει ὄ­χι μό­νο ἠ­θι­κώ­τε­ρο ἢ κα­λύ­τε­ρο, ἀλ­λὰ θε­ὸ κα­τὰ Χά­ριν.
Καί ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος θε­αν­θρω­πι­σμὸς δὲν ἀ­πέρ­ρι­ψε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὸν ἀρ­χαι­ο­ελληνικό ἀν­θρω­πι­σμό. Τὸν προ­σέ­λα­βε, τὸν κα­θά­ρι­σε ἀ­πὸ τὸν πα­γα­νι­σμὸ καὶ τὸν με­τα­μόρ­φω­σε.
Σή­με­ρα μπο­ροῦ­με νὰ μι­λᾶ­με γιὰ ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο θε­αν­θρω­πι­σμὸ, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν δι­κή μας πα­ρά­δο­ση καὶ κλη­ρο­νο­μιά: Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν εὑ­ρί­σκε­ται στὸν ἐ­γω­ι­σμό, ἀλ­λὰ στὴν ἀ­γά­πη. Στὴν κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α τῶν προ­σώ­πων, κοι­νω­νί­α θε­αν­θρώ­πι­νη. Ἡ προ­σω­πι­κὴ συ­νεί­δη­ση ἔ­χει προ­τε­ραι­ό­τη­τα ἔ­ναν­τι κά­θε κρα­τι­κῆς ἢ κομ­μα­τι­κῆς ἢ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας καὶ βί­ας.
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι τὸ θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο καὶ τὸ ἐρ­γα­στή­ριο ποὺ δι­α­σῴ­ζει καὶ ἀ­να­πλάσ­σει τὸν μο­να­δι­κὸ αὐ­τὸν θε­αν­θρω­πι­σμό. Καρ­πὸς τοῦ θε­αν­θρω­πι­σμοῦ εἶ­ναι οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὁ ὀρ­θό­δο­ξος βυ­ζαν­τι­νὸς πο­λι­τι­σμός, τὸ με­γα­λει­ῶ­δες ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ καὶ ἐκ­πο­λι­τι­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Πο­λι­τεί­ας στοὺς Σλά­βους καὶ σὲ ἄλ­λους λα­ούς, ἡ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ βυ­ζαν­τι­νὴ Τέ­χνη, τὸ τε­ρά­στιο κοι­νω­νι­κὸ καὶ φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ἐ­ξαν­θρω­πι­σμός τοῦ δι­καί­ου, ὁ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος κοι­νο­τι­σμός τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἡ συμ­βο­λὴ στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀ­λη­θι­νῆς παι­δεί­ας, ὁ ἀ­θω­νι­κός μο­να­χι­σμός, ἡ ἐ­θνε­γερ­σί­α τοῦ 1821. Αὐ­τὸν τὸν θε­αν­θρω­πι­σμὸ ἀμ­φι­σβη­τεῖ σή­με­ρα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει καὶ νά ἐ­ξο­βε­λί­σει ἀ­πὸ τὸν τό­πο μας ἕ­νας ἄλ­λος «ἀν­θρω­πι­σμὸς» χω­ρὶς Θε­ό, πού, πα­ρὰ τὰ δι­ά­φο­ρα προ­σω­πεῖ­α του, ἔ­χει κοι­νὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὴν ἀ­θε­ΐ­α καὶ τὸν ὑ­λι­σμό.
Ὁ ἀ­θε­ϊ­στι­κος καὶ ὑ­λι­στι­κὸς αὐ­τὸς «ἀν­θρω­πι­σμός», ποὺ ἄλ­λο­τε ἀ­νέ­χε­ται τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ἄλ­λο­τε γί­νε­ται ἔν­το­να ἀν­τι­εκ­κλη­σι­α­στι­κὸς ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὰν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση καὶ χει­ρα­φέ­τη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ὡς ἐ­ὰν οἱ χι­λιά­δες τῶν μέ­χρι σή­με­ρα πι­στῶν καὶ Ἁ­γί­ων καὶ ἡ­ρῴ­ων μας νὰ μὴ ἦ­σαν ἐ­λεύ­θε­ροι καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ἐ­λεύ­θε­ρος, ὅ­ταν δὲν ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμό του καὶ τὰ πά­θη του καὶ ὅ­ταν ἡ δι­κή του κτι­στὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α δὲν πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἄ­κτι­στη ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ του; Ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τῆς τῆς «ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σε­ως» νο­μι­μο­ποι­εῖ­ται τὸ ἔγ­κλη­μα τῶν ἐ­κτρώ­σε­ων μὲ συ­νέ­πεια τὴν αὔ­ξη­σή των, προ­πα­γαν­δί­ζε­ται ὁ χω­ρὶς ἠ­θι­κὴ ἔ­ρω­τας, ἀ­κό­μα καὶ ἡ δι­α­στρο­φή του, κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ ἱ­ε­ρό­της τοῦ γά­μου καὶ τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας, προ­βάλ­λε­ται ἡ μοι­χεί­α ὡς λε­βεν­τιά.
Ὁ ἄ­θε­ος «ἀν­θρω­πι­σμὸς», ποὺ ἐ­ναν­τι­ώ­νε­ται στὸν θε­αν­θρω­πι­σμὸ τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας, πε­ρι­ο­ρί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ζῳ­ώ­δη καὶ ἐ­πί­γεια ζω­ή του. Τὸν βλέ­πει σὰν ἐ­ξε­λιγ­μέ­νο ζῷ­ο καὶ σὰν οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ κα­τα­να­λω­τι­κὴ μη­χα­νή, πα­ρα­γνω­ρί­ζον­τας τὴν θει­κὴ κα­τα­γω­γή του καὶ τὴν βα­θύ­τα­τη λα­χτά­ρα του γιὰ κα­τα­ξί­ω­ση, ἐ­πέ­κει­να τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του στὸν Θε­ὸ καὶ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Σ' αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται ἡ βα­θειὰ κρί­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας μας.
Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διά μου.
Ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α δὲν εὕ­ρι­σκε «τό­πον ἐν τῷ κα­τα­λύ­μα­τι» νὰ γεν­νή­σει τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ἡ σύγ­χρο­νη ἀ­πο­στα­σί­α προ­σπα­θεῖ καὶ στὸν τό­πο μας, στὴν Ἑλ­λά­δα, νὰ ἀ­φαι­ρέ­σει κά­θε κα­τά­λυ­μα γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ὲς τῶν νέ­ων, σκό­πι­μα ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζον­τάς τους.
Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ κά­θε Ἕλ­λη­να εἶ­ναι καί­ριο καὶ ἄ­με­σο: θὰ ὑ­πο­κύ­ψου­με στὸν ἄ­θε­ο ἀν­θρω­πι­σμὸ ἢ θὰ μεί­νου­με πι­στοὶ στὸν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο θε­αν­θρω­πι­σμό μας; Θὰ ἑ­ορ­τά­σου­με Χρι­στού­γεν­να μὲ τὸν Χρι­στὸ ἢ Χρι­στού­γεν­να χω­ρὶς τὸν Χρι­στό;
Ὁ­λο­θερ­μὲς εἶ­ναι οἱ προ­σευ­χές μας ὁ νη­πιά­σας Θε­ός, ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, νὰ ἔ­χει μό­νι­μο κα­τά­λυ­μα στὶς καρ­δι­ὲς ὅ­λων μας.


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014  
Μέ πατρικές εὐχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ  ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ  ΜΑΡΚΟΣ
ΠΗΓΗ  ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ  

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ποῦ γεννιέται ὁ Χριστός;

Ἠταν κατάκοποι. Δὲν τοὺς πείραζε ὅμως καθόλου αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ βαθιὰ τοὺς προβλημάτιζε ἦταν ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀστέρος. Τοῦ ἀστέρος ποὺ γέμισε χαρὰ κι ἐλπίδα τὶς ψυχές τους μόλις τὸν πρωτοαντίκρισαν. Τοῦ ἀστέρος ποὺ ἔγινε γιὰ ἀρκετὸ διάστημα ὁ ὁδηγός τους ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Ἀνατολῆς ὣς τὰ μέρη τῆς Ἰουδαίας. Τοῦ ἀστέρος ποὺ ἁπάλυνε τοὺς κόπους τους, ποὺ ἡσύχαζε τοὺς λογισμούς τους καὶ αὔξανε τὶς σκέψεις τῆς ἐλπίδας τους.
Καὶ τώρα; Τώρα τὸ ἀστέρι, ὁ ὁδηγός τους, ἡ ἐλπίδα τους χάθηκε. Ἔτσι ξαφνικὰ καὶ ἀπρόσμενα.

Κι ἔμειναν μόνο μὲ τὴν ἐλπίδα μέσα τους. Μὲ τὴν κούραση νὰ ξεπροβάλλει μέσα ἀπ’ τὶς χαραμάδες τῶν λογισμῶν ποὺ τόσο καλὰ ἔφραζε τοῦτο τὸ ἀστέρι. Τὸ ἀστέρι τους.
Κι ὅμως, δὲν τὸ βάζουν κάτω. Δὲν ἀπελπίζονται. Δὲν καταθέτουν τὰ ὅπλα. Κάνουν τὸν πόθο τους ἀναζήτηση. Καὶ τὴν ἀναζήτησή τους ἐρώτημα. Ἐρώτημα ποὺ ἀπευθύνουν μὲ λαχτάρα σ’ ὅλα τὰ Ἱεροσόλυμα: «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;» (Ματθ. β΄ 2). Ἐρώτημα ποὺ ἀπ’ τὶς ἀνήσυχες καρδιές τους φθάνει στὰ χείλη τους, κι ἀπὸ ἐκεῖ διαχέεται σ’ ὁλόκληρη τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Περνάει τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. Γίνεται ἐχθρική, ἐναγώνια ἀπορία στὰ χείλη τοῦ ἴδιου τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη: «Ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;» (Ματθ. β΄ 4).

Ποῦ γεννιέται ὁ Χριστός;

Τὸν ἀναζητοῦν οἱ Μάγοι ἐξ ἀνατολῶν μὲ πόθο βαθύ, μὲ προσδοκία ἐσωτερική. Μὲ διάθεση νὰ Τὸν προσκυνήσουν καὶ νὰ Τοῦ προσφέρουν τὰ δῶρα τῆς καρδιᾶς τους. Τὸν ψάχνουν οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ περιέργεια, μὲ μιὰ διάθεση ἡ ἀναζήτησή τους νὰ ταράξει λιγάκι τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῆς καθημερινῆς τους ρουτίνας. Τὸν ψάχνουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ γιὰ νὰ προσφέρουν ὑποτέλεια καὶ ἐκδούλευση στὸ βασιλιὰ Ἡρώδη.
Τὸν ψάχνει ἔντρομος καὶ ἀνήσυχος ὁ βασιλιὰς μὲ σκοπὸ ἐχθρικὸ καὶ δόλιο, γιατὶ νιώθει τὴν εὔθραυστη βασιλεία του νὰ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν νηπιάσαντα «βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριον τῶν κυριευόντων».
Χριστούγεννα. Ὁ Κύριος θὰ γεννηθεῖ ξανά. Κι ὅπως τότε ἔτσι καὶ τώρα· ἡ ἴδια ἀναζήτηση καὶ ἡ ἴδια ἀπορία: «Ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;» Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἡ Γέννησή Του θὰ σημάνει τὴν εὐκαιρία τῆς συμμετοχῆς τους στὰ κοσμικὰ ρεβεγιὸν καὶ στὰ νυκτερινὰ κέντρα διασκέδασης. Ὁ ἐρχομός Του θά ’ναι μιὰ ἀκόμη εὐκαιρία γιὰ «διασκέδαση» καὶ γιὰ ξεφάντωμα.

Ἄλλοι πάλι θὰ «ἀναζητήσουν» κάτι στὰ πλούσια τραπέζια καὶ στὰ ἐντυπωσιακὰ δῶρα.

Ἐνῶ ἄλλοι θὰ περπατήσουν χιλιόμετρα μπροστὰ ἀπὸ στολισμένες βιτρίνες καὶ φωταγωγημένους δρόμους μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία μποροῦν νὰ αἰσθανθοῦν πὼς γεννιέται καὶ πάλι ὁ Χριστός.

«Ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;»

Εἶναι ἀλήθεια τοῦτο τὸ ἐρώτημα σεισμὸς ποὺ συγκλονίζει τὸ ἐσωτερικό μας; Ἐκφράζει τοῦτο τὸ ἐρώτημα τὴν πιὸ βαθιά μας ἀναζήτηση; Τὸν πιὸ μεγάλο πόθο μας; Τὴν ἀσίγαστη λαχτάρα μας;

Παραμονὲς Χριστουγέννων. Τὸ ἀστέρι ποὺ ὁδηγεῖ τὰ βήματά μας ὣς Αὐτὸν ποὺ ἐπτώχευσε ἔχει πολλὲς φορὲς φανεῖ καὶ στὴ δική μας ζωή. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε λοιπόν, ὄχι μὲ τὴν ἀδιαφορία μιᾶς ἁπλῆς περιέργειας. Οὔτε μὲ τὸ «ἐνδιαφέρον» μιᾶς ἑορταστικῆς συνήθειας. Φυσικὰ χωρὶς τὴ σπουδὴ τῆς φιλάργυρης κερδοφορίας. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε ταπεινοὶ προσκυνητὲς τοῦ μεγαλείου τῆς ἀγάπης Του στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Αὐτὲς ποὺ προετοιμάζουν τὸν ἐρχομό Του ἐντός μας. Αὐτὲς ποὺ φωτίζουν τὸν δρόμο ὣς τὴ Φάτνη ὅπου ἀνακλίνεται. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε στὴν ἱερὴ ὑμνολογία, ποὺ περιγράφει, ἐξυμνεῖ, θεολογεῖ καὶ δοξάζει τὸν χαριτόβρυτο ἐρχομό Του. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε στὴν ἱερὴ εἰκονογραφία ποὺ ἱστορεῖ μὲ χρώματα ἁπλὰ ἀλλὰ ἐκφραστικὰ «ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε μὲ τὴν ἱερὴ προσωπική μας πνευματικὴ προετοιμασία. Καθαρίζοντας τὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς μας μὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση εἰλικρινὴ ποὺ λευκαίνει τὶς καρδιές μας καὶ τὶς κάνει χωρητικὲς τῆς δικῆς Του συγκαταβάσεως.

Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτῶν ποὺ μισοῦμε καὶ ἀντιπαθοῦμε. Αὐτῶν ποὺ ἀποφεύγουμε νὰ τοὺς μιλήσουμε, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ ξεχάσουμε τὸ κακὸ ποὺ μᾶς ἔγινε. Ἂς Τὸν ἀναζητήσουμε στὰ πρόσωπα τῶν φτωχῶν, τῶν ὀρφανῶν, τῶν ἀσθενῶν κι ὅλων τῶν ἀναγκεμένων. Γιατὶ ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη κι ἀπὸ ἀγάπη ἦλθε στὴ γῆ μας, γιὰ νὰ μᾶς μάθει ν’ ἀγαπᾶμε. 

«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός· ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ». Ἂς τὸ ἀκολουθήσουμε, τὸ ἄστρο ποὺ φτάνει ὣς τὴ Φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Τὸ ἄστρο ποὺ φωτίζει τὴ συνείδησή μας. Τὸ ἄστρο ποὺ δείχνει τὸν δρόμο γιὰ τὰ ἀληθινά, τὰ πνευματικά, τὰ κοσμοσωτήρια καὶ τὰ λυτρωτικὰ Χριστούγεννα, γιὰ νὰ τὰ ἑορτάσουμε ἔτσι ὅπως μᾶς προτρέπει ἡ ἀρχιερατικὴ καρδιὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς· μὴ κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως· μὴ τὰ ἡμέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δὲ τὰ τοῦ δεσπότου· μὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας· μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως» (PG 36, 516). Ὄχι μὲ κοσμικοὺς πανηγυρισμοὺς ἀλλὰ μὲ πνευματικὲς πρὸς τὸν Θεὸ ἀνατάσεις. Ὄχι κοσμικὰ ἀλλὰ ὑπερκόσμια. Ὄχι δίνοντας προβάδισμα στὶς δικές μας φθηνὲς ἀπαιτήσεις καὶ «ἀνάγκες», ἀλλὰ προτάσσοντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ Ἐκεῖνος. Ὁ Θεὸς ποὺ γίνεται ἄνθρωπος δικός μας. Ὄχι ὅ,τι ζητάει ἡ ἀσθενική μας ἁμαρτωλὴ φύση, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ ταιριάζουν στὴν ὑγιὴ κατάσταση ποὺ μᾶς παρέχει ἡ θεία Ἐνανθρώπησή Του. Ὄχι μὲ τὸν φυσικὸ τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ μὲ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνατότητες ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ θεία Γέννησή του.

Πηγή: Ο Σωτήρ

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Κυριακή προ Χριστουγέννων: Ὁ ἐρχομός τοῦ Θεοῦ στή γῆ καί τή zωή μας


Τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στή γῆ μᾶs προτρέπει νά ζήσουμε ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού πλησιάζει. Αὐτός ὁ ἐρχομός εἶναι μία θεμελιώδη ἀφετηρία πού βαθαίνει τό νόημα τῆς ζωῆs καί τῆς ὑπαρξήs μαs καί ἀνανεώνει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα μαs στή ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί γύρω μας. Ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει πανηγυρικά ὅτι ὁ Θεόs ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωποs Θεός. Αὐτή ἡ ἀλήθεια φωτίζει τά πιό σκοτεινά στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας. Αὐτή ἡ πίστη γίνεται πηγή χαρᾶς, πού ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς ὕπαρξής μας στόν ὑπερβατικό κόσμο τοῦ Θεοῦ. Τά Εὐαγγέλια, μᾶς λέει ἡ σημερινή περικοπή, περιγράφουν μέ λιτά χρώματα τήν παράδοξη γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν προσδοκία καί τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν. Οἱ Πατέρεs τῆς Ἐκκλησίαs θεολόγησαν φωτισμένα πάνω στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὑμνογράφοι ἐγκωμίασαν ἐκστατικοί τή συγκατάβαση καί τήν κάθοδο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν ἄνοδο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Δημιουργός γίνεται δημιούργημα. Ὁ Ἀόρατος ὁρᾶται, ὁ Ἄναρχος ψηλαφίζεται, ὁ ἀσώματος Θεόs λαμβάνει σῶμα, ὁ Ἄναρχος ἀρχίζει ὡς θεάνθρωποs τήν ἐπίγεια ζωή Του.

Ἔτσι λοιπόν «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», κατέβηκε ὁ Θεός ἀπό τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδή ἀπό τό ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπηs Του, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, «καί μή ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος». Εἰσέρχεται στή δική μας πραγματικότητα, μέσα στό εἶναι μας καί στή ζωή μας. Ὁ Θεός διάλεξε τό πιό σκοτεινό σημεῖο τῆς Ἱστορίας, γιά νά ἐκπληρώσει τίς ὑποσχέσειs Του, σέ ἕναν τόπο καί μέ ἕναν τρόπο πού μᾶς προκαλεῖ κατάπληξη. Ὁ ἀκατάληπτος καί παράδοξος τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἦλθε ὁ Θεόs στή γῆ μας, ἀλλά καί ἔρχεται κάθε φορὰ στή ζωή μας, ἀνατρέπει τά ἀνθρώπινα δεδομένα καί ἐπιβεβαιώνει ὅτι «τά ἀδύνατα παρ' ἀνθρώπου δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι». Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως», γιατί φανέρωσε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ τέλειου ἀνθρώπου. Μία τέτοια γνώση εἶναι φῶς τῆς ψυχῆς. Νά γιατί ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ὡς γνώση τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας, δέν συγκρίνεται μέ καμιά ἄλλη γνώση καί ἀλήθεια τοῦ κόσμου, ἀφοῦ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ οὐρανός κατέβηκε στή γῆ καί ὁ ἄνθρωπος βρῆκε αὐτό πού ἀναζητοῦσε τόσο ἐπίμονα.

Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς, οἱ πιστοί, καλούμαστε νά ζήσουμε αὐτό τό μυστήριο τῆς ἱστορίας ὡς τό θαῦμα τῆς δικῆς μας ὕπαρξης καί ζωῆς. Γιατί ὅσο ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνηs» δέν ἀνατέλλει στήν ψυχή μαs, μάταια ἀναζητοῦμε νά βροῦμε μέσα στόν κόσμο τόν «τεχθέντα βασιλέα» τοῦ ὁράματος τῶν προφητειῶν καί τῆς βεβαιότητας τῶν Γραφῶν. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία διαρκὴς πρόσκληση νά ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά. Ἡ πνευματική ἀναγέννηση ἀποτελεῖ ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός, ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα νέο πρόσωπο. Ἕνας διαπρεπήs θεολόγοs μέ τή ρωμαλέα σκέψη του συνδέει τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ «ὡς παιδίου», ὅταν γράφει: «Οἱ λέξεις παιδίον καί Θεόs εἶναι ἀποκαλυπτικές γιά τό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατά κάποιον τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο πού ἀπευθύνεται στό παιδί πού συνεχίζει νά ζεῖ μυστικά μέσα στόν κάθε ἐνήλικο, στό παιδί πού συνεχίζει νά ἀκούει ὅτι ὁ ἐνήλικος ἔχει πάψει νά ἀκούει καί πού ἀνταποκρίνεται μέ μία χαρά, πού ὁ ἐνήλικοs μέσα στόν ὑπερώριμο, κουρασμένο καί κυνικό κόσμο πού ζεῖ ἀδυνατεῖ νά νιώσει».

Ἄλλωστε ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιό Του μᾶς λέει: «Γίνεσθε ὡς τά παιδία» (Ματθ. 18,3). Μέ τή φράση Του αὐτή δέν ὑπαινίσσεται μόνο τή χαμένη ἀθωότητα καί ἀνεξικακία, ἀλλά μᾶς παρακινεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι κάθε φορὰ πού γινόμαστε σάν τά παιδιά, ξαναγεννιόμαστε πνευματικά, ἀφοῦ βρίσκουμε αὐτό πού ἔχουμε χάσει, δηλαδή τή δυνατότητα νά παραδινόμαστε σέ αὐτό πού ἀγαπᾶμε καί ἐμπιστευόμαστε. Ἔτσι μόνο ζοῦμε τήν ὑπέρβαση, τό θαῦμα, τό μυστήριο.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἄς μή θρηνοῦμε τόν κοσμικό ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων. Τήν κομματιασμένη εἰκόνα τοῦ κόσμου γύρω μας καί τήν ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας ἦρθε νά συμμαζέψει καί νά ἀναπλάσσει ὁ «ἐν σπηλαίῳ γεννηθείs καί ἐν φάτνῃ ἀνακλιθεὶς Κύριος». Ἄν αὐτό μᾶς συγκλονίσει, θά ξαναγεννηθοῦμε μέσα μας, καί τότε μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θά ἀλλάξει καί ὁ κόσμος γύρω μας. Ἀμήν.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Παρακλητικός Κανών εις τον άγιον πατέρα ημών Διονύσιον, Αρχιεπίσκοπον Αιγίνης τον θαυματουργόν και προστάτην Ζακύνθου [+ 17 Δεκεμβρίου]
Ο Άγιος Διονύσιος συγχωρεί τον φονιά του αδελφού του.

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Ι Ο Ν
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΙΓΙΝΗΣ ΤΟΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΝ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Μετά τον ευλογητόν, το Κύριε εισάκουσον μεθ’ ό το, Θεός Κύριος,
και το εξής τροπάριον.
Ήχος Δ’. Τη Θεοτόκω εκτενώς.
Διονυσίου ιεραίς μεσιτείαις, παθών ποικίλων πειρασμών και κινδύνων, τους σους ικέτας λύτρωσαι Χριστέ ο Θεός, οίκτειρον το πλάσμα σου, ως Θεός ελεήμων, σώσον τους υμνουντάς σε, από βλάβης παντοίας˙ σοι γαρ βοώμεν πάντες εκτενώς, μη υπερόψη ημάς πολυεύσπλαγχνε.
Δόξα το αυτό˙ Και νύν. Ού σιωπήσομεν ποτέ.

Ο Ν’. Και ο Κανών.

Ωδή Α’. Ήχος Πλ. Δ’ . Αρματηλάτην Φαραώ…
Γλωττοστροφούντας αφυείς απέδειξας, εν τω υμνήσαι τα σα˙ υλικών γαρ φύσιν, πάσαν υπερέβαλες, τη της ζωής λαμπρότητι, ουρανών όθεν νόες, άφθαρτα στέφη σε έθηκαν, άσαρκον ορώντές σε άνθρωπον.

Ιχθυοβόλους τη καινή εξέπληξας, άγρα πεισθέντας εν σοι, ψυχοβλαβή πλάνην, μετά τούτο έπαυσας, ανδρών τοιούτων θαύματι, ιερέων παρόντων, αποτυγχάνειν του πράγματος, τούτους νουθετών Διονύσιε.

Όλον τον πόθον προς Θεόν ανέθηκας, από νεότητος, και του κόσμου πάντα, τα ηδέα πάνσοφε, και της σαρκός προσπάθειαν, βδελυξάμενος όντως, εγένου όλος ουράνιος, και κατοικητήριον πνεύματος.
Θεοτόκιον.
Ανάρχου Μήτερ εξειπείν τα τέρατα, τις εξισχύει ποτέ; Όσα περ ειργάσω, τον Θεόν βαστάσασα, εν τη γαστρί σου έμβρυον, απαρχή σωτηρίας, της των ανθρώπων υπάρξασα, τέλος και των τούτοις κακώσεων.

Ωδή Γ’. Ουρανίας αψίδος.
Της ψυχής καθορών σου, το νουνεχές ένδοξε, άπας της Αιγίνης ο Δήμος, σε προχειρίζεται, Ποιμένα άριστον, και Ιεράρχην φωσφόρον, νεύσει του Παντάνακτος καθοδηγούμενος.

Σε προβάλλεται πρέσβυν, η ση πατρίς Ζάκυνθος, έχουσα εν κόλποις σον σκήνος, το θαυματόβρυτον, εξ ού προχέονται, τοις προσιούσιν εν πίστει, νάμματα σωτήρια ώ Διονύσιε.

Συμπληροίς τας αιτήσεις, τερατουργέ άπασιν˙ επί σοι γαρ χάρις θεόθεν, πάσα κεκένωται, και των θαυμάτων των σων, ούκ έστι πέρας αντλήσαι, της Ζακύνθου γέννημα, ώ Διονύσιε.
Θεοτόκιον.
Ουρανών πλατυτέρα, η ση γαστήρ δείκνυται, πάναγνε παρθένε Μαρία, θεοχαρίτωτε˙ ο γαρ αχώρητος, παντί τω κόσμω εδείχθη, χωρητός εν μήτρα σου, καθώς ηυδόκησε.

Ναυάγησον, των πολεμίων την έφοδον Ιεράρχα, πάντας σκέπων αεί θερμώς, τους εις σε καταφεύγοντας, και φάνηθι δούλοις σου προστασία.

Επίβλεψον εν ευμενεία…

Αίτησις και το Κάθισμα.
Ήχος Β’. Πρεσβεία θερμή.
Χριστέ Ιησού, ελέησον τους δούλους σου, πρεσβεύει θερμώς, ο μέγας Διονύσιος, ταις αυτού δεήσεσι, ψυχικών κινδύνων ημάς απάλλαξον, και θείας δόξης δείξον κοινωνούς, ο μόνος δοξάζων τους αγίους σου.

Ωδή Δ’. Συ μου ισχύς, Κύριε.
Όλον τον νούν, προς ουρανόν ανεπτέρωσας, και ψυχήν σου, Πάτερ κατελάμπρυνας, τη ποικιλία των αρετών, γενόμενος όλος, κατοικητήριον πνεύματος˙  διο την των  θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, ιατρός ανεδείχθης πανάριστος.

Οι εν δεινοίς, κατατηκόμενοι πάθεσι, και παντοίαις νόσοις πιεζόμενοι τω σω τεμένει μετά σπουδής, πίστει προσελθόντες, και σκήνος σον ασπαζόμενοι, τρυγώσι τας ιάσεις, των ψυχών και σωμάτων, σαις λιταίς προς Θεόν Διονύσιε.

Σε βοηθόν, κέκτηται όντως και πρόμαχον, των Στροφάδων, Μονή η σεβάσμιος, και οι μακάριοι εν αυτή, ασκούντες πατέρες, τη σκέπη σου εναμβρύνονται, λυτρούμενοι παντοίων, πειρασμών τε και νόσων, και ποικίλων βελών του αλάστορος.
Θεοτόκιον.
Των ουρανών, αι τάξεις πάσαι εξέστησαν, θεωρούσαι, ως βροτόν γενόμενον, τον προ αιώνων εκ του Πατρός, αρρεύστως τεχθέντα, και κόσμον δημιουργήσαντα, διο μεγαλοφώνως, ουρανόθεν εβόων, τη δυνάμει σου˙ δόξα φιλάνθρωπε.

Ωδή Ε’. Ίνα τι με απώσω.
Ώστερ στύλω νεφέλης, πάλαι τοις αγίοις σου ελάλεις Κύριε, Σαμουήλ Μωσεί τε, τοις τηρούσι τα θεία προστάγματα, ούτω νυν παράσχου, Διονυσίου ταις πρεσβείαις, ημίν πάσι πταισμάτων την άφεσιν.

Όρμος πάσιν εδείχθης, θαλαττοπορούσι, μεγάλω εν κλύδωνι, και επικαλούσι, το σον όνομα Πάτερ το άγιον˙ φθάνεις γαρ ταχέως, και τοις στοιχείοις επιτάττεις, αοράτως πραΰναι την έφοδον.

Δανιήλ εξεπλάγη, παραδόξως ορών σε, λαμπρώς ιστάμενον, θυτών αναμέσον, λευκοφόρων σεπτώς λειτουργούντων σοι, όθεν προσεφώνει, συ αληθώς μετά Αγίων, και Αγγέλων συμψάλλεις τω κτίστη σου.
Θεοτόκιον.
Ως προ τόκου Παρθένος, και μετά τόκον πάλιν, Παρθένος διέμεινας, Κεχαριτωμένη˙ δια σου γαρ ο Λόγος ο άναρχος, εισελθών ως οίδε, και εξελθών θεοκυήτορ, παραδόξως αγνήν σε ετήρησεν.

Ωδή ΣΤ’. Την δέησιν εκχεώ προς Κύριον.
Ικέτευε, εκτενώς πανάριστε, προς Θεόν εν πειρασμοίς και κινδύνοις, ότι φρουρόν προσκαλεί σε πατρίς σου, και αλλοφύλοις καυχάσθαι ως εύρηκε, σε πρύτανιν και βοηθόν, και την ήτταν εν πάσι δωρούμενον.

Τον Κτίστην, επί Σταυρού μιμούμενος, υπεδέξω τον συγγόνου φονέα, επιεικώς, τούτον εναποκρύψας, τοις γλυκυτάτοις σου τρόποις αείμνηστε, και δίωξιν την επ’ αυτόν, αντηλλάξω τη δείξει αλλότριον.

Την θείαν, περικυκλούντες λάρνακα, του σου σκήνους Διονύσιε Πάτερ, όλη ψυχή και καρδία βοώμεν, σώσον ημάς, ταις πρεσβείαις σου Άγιε, και λύτρωσαι παντοδαπών, συμφορών τους πιστώς ανυμνούντάς σε.
Θεοτόκιον.
Συμφώνως, οι δια σου σωζόμενοι, θεομήτορ την φωνήν σοι βοώμεν, του Γαβριήλ, χαίρε Δέσποινα κόσμου, χαίρε Αδάμ και της Εύας η λύτρωσις, του Λόγου χαίρε και  Θεού, το ευρύχωρον όντως παλάτιον.
Ναυάγησον των πολεμίων την έφοδον Ιεράρχα, πάντας σκέπων αεί θερμώς, τους εις σε καταφεύγοντας, και φάνηθι δούλοις σου προστασία.

Άχραντε η δια λόγου.

Αίτησις και το Κοντάκιον.
Ήχος Β’. Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον.
Την σην Μητέρα, προσάγομεν εις πρεσβείαν, ως προστασίαν, και κραταίωμα και σκέπην, πάντων και καύχημα και αντίληψιν, αυτής ταις ικεσίαις πάντας ημάς ελέησον, ο μόνος υπάρχων πολυέλεος. 
Προκείμενον Ήχος Δ’.
Οι ιερείς σου, Κύριε, ενδύσονται δικαιοσύνην, και οι Όσιοί σου αγαλιάσονται.
Στίχος. Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του Οσίου αυτού.

Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Ιωάννην. (Ι’. 1- 9).
Είπεν ο Κύριος προς τους εληλυθότας προς αυτόν Ιουδαίους. Αμήν αμήν λέγω υμίν. ο μη εισερχόμενος δια της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής˙ ο δε εισερχόμενος δια της θύρας ποιμήν εστί των προβάτων. Τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα, και εξάγει αυτά. Και όταν τα ίδια πρόβατα  εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού. Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ούκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν. Ταύτην την παροιμίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς˙ εκείνοι δε ούκ έγνωσαν τίνα ήν α ελάλει αυτοίς. Είπεν ούν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς˙ Αμήν αμήν λέγω υμίν, ότι εγώ ειμί η θύρα των προβάτων. Πάντες, όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί˙ άλλ΄ ούκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα. Εγώ ειμί η θύρα˙ δι’ εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται, και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει.

Δόξα. Ταις του Ιεράρχου…

Και νύν. Ταις της Θεοτόκου…

Στίχος. Ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός…
και το παρόν Προσόμοιον.
Ήχος Πλ. Β’. Όλην αποθέμενοι.
Δέσποτα φιλάνθρωπε, ο θαυμαστός εν αγίοις, αυτός τα ελέη σου, εν εμοί θαυμάστωσον, ανεξίκακε, και δεινών λύτρωσαι, ως Θεός δώρησαι, και τυχείν με καταξίωσον, της θείας δόξης σου, θείαις της Μητρός σου εντεύξεσιν, ως και απολυτρώσεως, της ατελευτήτου κολάσεως, ταις του Ιεράρχου σεπτού Διονυσίου προσευχαίς, ίνα υμνώ και δοξάζω σε, τον Θεόν και πλάστην μου.
Το, Σώσον ο Θεός τον Λαόν σου κ.τ. λ.

Ωδή Ζ’. Παίδες Εβραίων.
Κόσμου μισήσας τα ηδέα, τα ουράνια επόθησας τρισμάκαρ, και βιώσας εν γη ως άσαρκος τα γέρα, εις ουρανούς απείληφας, παρά του μισθαποδότου.

Πηγή ανεξάντλητος υπάρχει, το πανσέβαστον και άγιόν σου σκήνος˙ αεννάως και γαρ, τοις κάμνουσι παρέχει, ιάματα σωτήρια, Διονύσιε λιταίς σου.

Δέξαι τους ύμνους Ιεράρχα, ούς προσφέρει σοι λαός των Ζακυνθίων, ασιγήτοις φωναίς, και τούτον εκ παντοίων, κινδύνων ελευθέρωσον, τη θερμή σου προστασία.
Θεοτόκιον.
Υμνώ σου τον Τόκον Θεοτόκε, και ον έτεκες ασπόρως και εν χρόνω, ως Θεός αληθώς και άνθρωπον δοξάζω˙ διπλούς γαρ πεφανέρωται, τοις ανθρώποις εν τω κόσμω.

Ωδή Η’. Τον εν όρει αγίω δοξασθέντα.
Ικετεύειν, μη παύση ταις λιταίς σου, των απάντων Κτίστην τροφέα και ποιμένα˙ σε πρέσβυν γαρ καλούμεθα αείποτε, χρείαις τε και νόσοις, ότι σου ακούει, προθύμως εις αιώνας.

Ηνωμένος, τω Κτίστη από βρέφους, διεπράξω έργα ως ουρανοπολίτης, την επί γης ευπάθειαν μισούμενος, δόξαν τε και πλούτον, άνω νύν χορεύεις, συνάμα τοις Αγγέλοις.

Τίς προσήλθε, πιστώς τω σω τεμένει, ένθα βρύει πηγή η των θαυμάτων, και του σου πανσέπτου σκήνους σου αψάμενος, τας αιτήσεις πάσας, και τας ιατρείας, ούκ είληφεν ευθέως;
Θεοτόκιον.
Παραδείσου, ανοίγονται αι πύλαι, και φλογίνη παραχωρεί ρομφαία, και των ανθρώπων γένος διασώζεται, του Θεού και Λόγου, σάρκα ειληφότος, εξ απειράνδρου Κόρης.

Ωδή Θ’. Εξέστη επί τούτω ο ουρανός.
Το άκρον αγαπήσας των εφετών, και δουλεύσας εν βίω Μακάριε, πάσι πιστοίς, ώφθης θαυματόβρυτος ποταμός, και ως αγάπης άγαλμα, άφθαρτος διέμεινας επί γης, της όντως θεαρέστου, διόπερ σε δικαίως, υμνολογούμεν Διονύσιε.

Αι τάξεις των Αγγέλων εξ ουρανού, κατελθούσαι βουλή του ποιήσαντος, σου το σεπτόν, πνεύμα Ιεράρχα περιχαρώς, δεξάμεναι προσέφερον, τούτω ένθα χαίρουσιν αι ψυχαί, απάντων των αγίων, και ψάλλουσι τω Κτίστη, δοξολογίαν την τρισάγιον.

Ψυχήν σου την αγίαν εις ουρανούς, μετά δόξης ο Κτίστης κατέθετο, το δε σεπτόν, σώμά σου και πάντιμον εν τη γη, άφθορον διετήρησεν, όπερ εν τοις κόλποις ως θησαυρόν, η Ζάκυνθος κατέχει, ήν φρούρει σαις πρεσβείαις, ώ Ιεράρχα Διονύσιε.
Θεοτόκιον.
Η μήτρα σου εδείχθη των Ουρανών, πλατυτέρα πανάμωμε Δέσποινα˙ τον γαρ Θεόν, έτεκες ασπόρως υπερφυώς, και δια σου ερρύσθημεν, πάντες της δουλείας του πονηρού, διο Παρθενομήτορ, τους σε υμνολογούντας, ρύσαι εκ κινδύνων ταις πρεσβείαις σου.

Άξιον εστί, και τα παρόντα Μεγαλυνάρια.
Χαίροις ο Ζακύνθου γόνος λαμπρός, πρόεδρος Αιγίνης, και Στροφάδων μέγας φρουρός, χαίροις Εκκλησίας, φωστήρ νέος τρισμάκαρ, Αρχιερέων κλέος, ώ Διονύσιε.

Μένων εν αγάπη, εν τω Θεώ έμεινας θεόφρον, και σον κτείναντος αδελφόν, ενθέως εφείσω, τη προς Θεόν αγάπη. Διο Χριστώ συγχαίρεις, νύν Διονύσιε.

Δέσποτα Χριστέ ο Θεός ημών, οικτείρησον πάντας, και ελέησον σον λαόν, ταις Διονυσίου θερμαίς ικετηρίαις, και σου της θείας δόξης, τυχείν αξίωσον.

Χαίροις σελασφόρε Θείε φωστήρ, ο φωτί σου στίλβων, τον ορίζοντα ευσεβών˙ χαίροις ο σου Σκήνως θαύμασι καταρδεύων, την Εκκλησίαν πάσαν ώ Διονύσιε.

Ιερέων σύλλογος ιερός, και άπαν το πλήθος, Ζακυνθίων περιδεώς, το πάνσεπτον Σκήνος ασπασώμεθα όπως, ταις τούτου ικεσίαις ρυσθώμεν θλίψεων.

Χαίροις ο Ζακύνθου θείος βλαστός, και Μονής Στροφάδων, ο ακοίμητος οφθαλμός, χαίροις της Αιγίνης ο μέγας αντιλήπτωρ αρχιθυτών η δόξα, ώ Διονύσιε.

Δέσποινα Παρθένε Μήτηρ Θεού, συν Διονυσίω, εκδυσώπει τον σον υιόν, ημάς απαλλάξαι, κινδύνων πολυτρόπων, και θλίψεων παντοίων, τους ευφημούντάς σε.

Πάσαι των Αγγέλων αι Στρατιαί…

Το, Τρισάγιον. Και το παρόν Απολυτίκιον.
Ήχος Α’. Του λίθου σφραγισθέντος.
Της Ζακύνθου τον γόνον και Αιγίνης τον Πρόεδρον, τον φρουρόν Μονής των Στροφάδων, Διονύσιε άπαντες, τιμήσωμεν συμφώνως οι πιστοί, βοώντες προς αυτών ειλικρινώς, σαις λιταίς τους την σην μνήμην επιτελούντας, σώζε και βοώντάς σοι˙ Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ˙ δόξα τω σε στεφανώσαντι˙ δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν πρέσβυν ακοίμητον.

Είτα η σχετική δέησις και απόλυσις, 
μεθ’ ήν το παρόν Προσόμοιον.
Ήχος Β’. Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.
Ύμνον παναρμόνιον ιδού, η των σων πιστών συνηγμένη, χορεία ψάλλει σοι˙ μνήμη τη πανσέπτω σου, και τω τεμένει τω σω, ιερώς προστιβάζεται, ψυχή και καρδία, σου το θαυματόβρυτον Σκήνος ασπάσασθαι˙ πάντας αβλαβείς περιφρούρει, θλίψεως παντοίας και βλάβης, Πάτερ Διονύσιε πρεσβείαις σου.