Θεϊκός & Ἀνθρώπινος νόμος
(Μιά προσέγγιση στήν «Ἀντιγόνη»
τοῦ Σοφοκλέους)
*
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου.
«οὐδέ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τά σά
κηρύγμαθ’ ὥστ’ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
νόμιμα δύνασθαι θνητόν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν»
(Σοφ. «Ἀντιγόνη» 453 – 455)
Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἀπό πολλούς φιλολόγους ὅτι τό ἀνωτέρω
χωρίο ἀποτελεῖ τήν κεντρική ἰδέα τῆς «Ἀντιγόνης» τοῦ
Σοφοκλέους, μιᾶς τραγωδίας πού ἡ παράδοση θεωρεῖ αἰτία τῆς
ἐκλογῆς τοῦ ποιητοῦ ὡς στρατηγοῦ.
Ἀσφαλῶς ἡ τραγωδία δέν ἐγκωμιάζει τά κατορθώματα τῶν
Ἀθηναίων οὔτε ἐξυμνεῖ κάποια ἰδιαίτερα ἐθνικά
χαρακτηριστικά. Ἡ ἐπιτυχία της ὀφείλεται στήν πρόκληση
καθολικοῦ καί διαχρονικοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τή σύγκρουση
θείου καί ἀνθρώπινου νόμου.
Ἡ ἡρωίδα καλεῖται νά ἐπιλέξει τήν ὑπακοή τοῦ Κρέοντα
(ἀνθρώπινος νόμος) ἤ στήν ἄγραφη συνήθεια (θεῖος νόμος). Ἡ
σύγκρουση ἔχει ἰδιαίτερη σημασία.
Οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ ἀρχαῖοι γενικῶς, εἶχαν μιάν ἰδιαίτερη
εὐαισθησία ἀπέναντι στούς νόμους. Οἱ πολιτικές τους
ἐλευθερίες ἦταν στενά συνδεδεμένες μ’αὐτούς καί εὔλογα
ὑπερηφανευόταν γιά τήν ὕπαρξή τους.
Ὅ,τι ξεχώριζε τήν Ἑλλάδα ἀπ’ τίς βαρβαρικές χῶρες ἦταν ἡ ἀπόκτηση νόμων:
«πρῶτον μέν Ἑλλάδ’ἀντί βαρβάρου χθονός
γαῖαν κατοικεῖς καί δίκην ἐπίστασαι
νόμοις τε χρῆσθαι μή πρός ἰσχύος χάριν»
Οἱ Βάκχες τοῦ Εὐριπίδου (881 – 882) λένε ὅτι οὔτε στή σκέψη
οὔτε στήν πράξη πρέπει νά καταπατοῦμε τούς νόμους καί ὁ
Τυνδάρεως λέει κάτι χαρακτηριστικά Ἑλληνικό:
«καί τῶν νόμων γε μή πρότερον εἶναι θέλειν»
(Εὐριπ. «Ὀρέστης» 487)
Ὅμως πρό αὐτοῦ τοῦ νομοταγοῦς πληθυσμοῦ ἡ Ἀντιγόνη ὑψώνει
τή φωνή της καί κερδίζει τό θαυμασμό. Ἡ ἡρωίδα ΔΕΝ ΠΑΡΑΒΑΙΝΕΙ
τόν ἀνθρώπινο νόμο, ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΕΤΑΙ τό θεῖο. Μιά βαθιά
θρησκευτικότητα ἐνυπάρχει στούς λόγους της,
θρησκευτικότητα πού ἀνάγει τή σκέψη σέ χῶρο μεταφυσικό.
Ἐδῶ τίθεται ἕνα θέμα τῆς ἐποχῆς τοῦ ποιητοῦ: ἡ σχέση τοῦ
θείου, τοῦ φυσικοῦ καί ἄγραφου δικαίου πρός τό ἀνθρώπινο καί
γραπτό δίκαιο. Στό θέμα αὐτό, πού ἦταν ἐπίκαιρο μέ τή
ἐμφάνιση καί τά κηρύγματα τῶν σοφιστῶν, οἱ ὁποῖοι
ὑπερτιμοῦσαν τούς γραπτούς νόμους, ἡ σοφόκλεια ἡρωίδα
γίνεται συνήγορος τῶν ἄγραφων νόμων, γιατί τό κύρος τους
εἶναι αἰώνιο, «ἀσφαλές», ἀπαρασάλευτο.
Ἡ Ἀντιγόνη συναισθάνεται τή βαρύτητα αὐτῆς τῆς πίστεώς
της, γιατί ὑψώνεται σέ κόσμο θεϊκό καί ἀγωνίζεται γιά
ὑψηλές καί αἰώνιες ἠθικές ἀρχές, πού δίνουν περιεχόμενο
στή ζωή. Ἡ ὕπαρξη τῶν θεϊκῶν «νομίμων» εἶναι γιά τήν ἡρωίδα
πίστη βαθιάֹ καί εἶναι αὐτή ἕτοιμη νά ὁμολογήσει τήν πίστη της ἀκόμη καί μέ τό θάνατό της.
Ὅταν ἀνυψώνεται κανείς σέ σφαίρα μεταφυσική, ἔχει ὡς
στήριγμά του τήν πίστη κι’ ὄχι τήν ἀποδεικτική γνώση. Ἡ
ὕπαρξη τῶν θείων καί ἀγράφων νόμων μέσα στόν ἄπειρο χρόνο τῆς
αἰωνιότητος στηρίζεται μόνο στήν πίστη. Αὐτό ἔχει ἰσχύ
ἀντικειμενική γιατί παίρνει τό χαρακτῆρα πανανθρώπινης
παραδοχῆς.
Ἑπομένως ἡ Ἀντιγόνη δέν ἐκπροσωπεῖ τήν ἄρνηση τοῦ νόμου,
ἀλλά τή διάκριση τοῦ ἀνθρωπίνου καί θείου νόμου. Θέτει πάνω
ἀπό τόν ἀνθρώπινο τό θεῖο νόμο, ὅταν ὁ ἀνθρώπινος ἔρχεται σέ
σύγκρουση μέ τό θεῖο καί στηρίζεται στήν αὐθαιρεσία. Ὁ
νομοθέτης δέν πρέπει νά παρανομεῖ θεσπίζοντας νόμους σέ
βάρος ἄλλων νόμων πού ἡ ἰσχύς τους εἶναι διαχρονική. Μόνο
νόμοι σύμφωνοι μέ τίς αἰώνιες καί ἠθικές ἀρχές μποροῦν νά
στερεώσουν καί νά συμβάλλουν στήν πρόοδο τοῦ κοινωνικοῦ
συνόλου.
Ὁ Ἡράκλειτος γράφει «τρέφονται πάντες οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι
ὑπό ἑνός, τοῦ θείου», ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης στή «Ρητορική» (Ι
1375 α 31-35) διαπιστώνει ὅτι τό νόημα αὐτῶν τῶν στίχων τοῦ
Σοφοκλέους εἶναι ἡ προτίμηση τοῦ θείου ἔναντι τοῦ
ἀνθρώπινου νόμου: «τό μέν ἐπιεικές ἀεί μένει καί οὐδέποτε
μεταβάλλει, οὐδ’ ὁ κοινός (κατά φύσιν γάρ ἐστίν), οἱ δέ
γεγραμμένοι πολλάκις, ὅθεν εἴρηται τά ἐν τῇ Σοφοκλέους
Ἀντιγόνῃֹ ἀπολογεῖται γάρ ὅτι ἔθαψε παρά τόν τοῦ Κρέοντος νόμον, ἀλλ’ οὐ παρά τόν ἄγραφον».
Τήν ἠθική ἀντίσταση λοιπόν πού ἐξεγείρεται πρό τῆς
αὐθαιρεσίας ἐνσαρκώνει ἡ Ἀντιγόνη. Μέ οἰστρηλατημένη
ἀποφασιστικότητα καί ἀδιάλλακτη ἀγέρωχία ὀρθώνει τό
ἀνάστημά της. Εἶναι ἡ ἡρωική ψυχή, ἡ ἀνώτερη καί εὐγενική
φύση, ἡ προσηλωμένη στά ὑψηλά ἰδανικά τῆς εὐσεβείας, τῆς
δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀρετῆς. Εἶναι ἡ
ὑπερήφανη καί θαρραλέα ἐκείνη ὕπαρξη πού δέν ἀνέχεται νά
καταπατοῦνται θεσμοί καί νόμοι αἰωνίου κύρους, ἀκατάλυτες
ἠθικές ἀξίες, καθαγιασμένα ἰδανικά. Ἡ ὕπαρξη τέτοιων
εὐγενικῶν καί γενναίων συνειδήσεων ἀποτελεῖ ἀδιάσειστη
ἐγγύηση γιά τήν περιφρούρηση τῆς τιμῆς καί τῆς ἀξιοπρεπείας
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Αὐτοί γνωρίζουν ὅτι ὁ δρόμος εἶναι τραχύς καί δύσβατος, ὁ
ἀγώνας ἀδυσώπητος καί στό ἔπακρο τραγική ἡ ἐγκατάλειψη καί
ἡ μοναξιά. Παραμένουν ὅμως ἀταλάντευτα προσηλωμένοι στό
ἰδανικό τους καί ὁδεύουν πρός τό μαρτύριο μέ τή συνείδηση
γαλήνια ὅτι ἔχουν ἐπιτελέσει τό χρέος πού ὑπαγορεύουν οἱ
θεῖοι νόμοι.
Αὐτό εἶναι τό «ἦθος» τῆς τραγωδίας. Πολλοί , ἀκολουθώντας τόν Hegel προσπάθησαν νά καταλογίσουν καί στήν ἴδια τήν ἡρωίδα κάτι σάν τραγική ἐνοχή. Τό ὡραῖο βιβλίο τοῦ V. Ehrenberg θά μποροῦσε προπάντων, κατά τόν A. Lesky,
νά θεωρηθεῖ κατάλληλο νά βάλει μιά γιά πάντα τέλος σ’αὐτή τή
λαθεμένη ἑρμηνεία. Γιά ποιό πρᾶγμα πολεμᾶ ἡ Ἀντιγόνη, τό
λέει στή μεγάλη συζήτηση μέ τόν Κρέοντα ἀρκετά καθαρά: αὐτή
ὑποστηρίζει τούς αἰώνιους καί ἀνάλλαγους νόμους τοῦ Θεοῦ,
πού δέν μπορεῖ νά τούς ἀχρηστεύσει καμμιά ἀνθρώπινη διαταγή.
Ὁδηγεῖται σ’αὐτή τή θέση μέ ἀποφασιστικότητα ἀπό τήν
γνώση τοῦ Ὑπερκειμένου Ἀπολύτου καί σέ ἀντίθεση μ’ ὅσους
περιφρονώντας τήν αἰώνια τάξη σπρώχνουν καί τόν ἑαυτό τους καί
τή κοινωνία στήν ἐκμηδένιση.
Ἡ στάση τῆς ἡρωΐδας ἦταν ἕνα πρότυπο γιά τούς Ἀθηναίους
τῆς ἐποχῆς τοῦ Σοφοκλέους ἀλλά καί ἕνα μήνυμα στόν ἄνθρωπο
τοῦ αἰῶνος μας. Ἕνας προάγγελος τῆς ρήσεως:
«πειθαρχεῖν δεῖ τῷ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»
* * *
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου