Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Ἕνας ἄγγελος πέταξε! Τὸν Στέφανο, τὸν 17χρονο μαθητὴ τῆς Γ΄ Λυκείου, τὸν ἤξερε ἐδῶ καὶ χρόνια. Τὸν εἶχε στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Καὶ τὸν θαύμαζε γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὴ λεβεντιά του. Τὸν Στέφανο τὸν ἤξερε καλὰ ἡ κ. Δημητρίου, ἡ καθηγήτρια, τὴ μητέρα του ὅμως ὄχι. Τούτη ὅμως τὴ μέρα τὴ μεγάλη – Κυριακὴ ἦταν μεσημέρι – τόλμησε νὰ τῆς τηλεφωνήσει γιὰ νὰ τὴ συλλυπηθεῖ. Αὐτὴ τὴ μεγάλη μάνα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τέτοιο παιδί, ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ μία μέρα τῆς εἶχε φύγει γιὰ τὸν οὐρανό.

Ἕνας ἄγγελος πέταξε!



Τὸν Στέφανο, τὸν 17χρονο μαθητὴ τῆς Γ΄ Λυκείου, τὸν ἤξερε ἐδῶ καὶ χρόνια. Τὸν εἶχε στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Καὶ τὸν θαύμαζε γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὴ λεβεντιά του. Τὸν Στέφανο τὸν ἤξερε καλὰ ἡ κ. Δημητρίου, ἡ καθηγήτρια, τὴ μητέρα του ὅμως ὄχι. Τούτη ὅμως τὴ μέρα τὴ μεγάλη – Κυριακὴ ἦταν μεσημέρι – τόλμησε νὰ τῆς τηλεφωνήσει γιὰ νὰ τὴ συλλυπηθεῖ. Αὐτὴ τὴ μεγάλη μάνα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τέτοιο παιδί, ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ μία μέρα τῆς εἶχε φύγει γιὰ τὸν οὐρανό.

–Κυρία Σταυρίδου, ἐσεῖς;

–Ναί! Ποιὰ παρακαλῶ;

–Ἡ θεολόγος ἀπὸ τὸ Λύκειο τοῦ Στέ­φανου. Πληροφορήθηκα γιὰ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ σας καὶ τόλμησα νὰ σᾶς πάρω. Σᾶς συλλυποῦμαι. Εἴχατε ἕνα παιδὶ μὲ σπάνια ἀθωότητα καὶ ἁπλότητα. Ὁ Κύριος τὸ διάλεξε τὸ παιδί σας καὶ τὸ πῆρε κοντά Του. Δὲν θὰ ἄντεχε νὰ ζήσει ἄλλο μέσα στὴν πονηρία καὶ τὴν ἀδικία τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Εἶμαι κοντά σας αὐτὴ τὴν ὥρα τοῦ βαρύτατου πένθους σας. Ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύει τὸ παιδί σας στὴ Βασιλεία Του. Διαβιβάστε, παρακαλῶ, καὶ στὸ σύζυγό σας τὴ συμ­παράστασή μου στὸ πένθος σας.

Ἡ μητέρα ἄκουγε σιωπηλή. Καὶ λίγο μετὰ μὲ θαυμαστὴ ψυχραιμία, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ χαρίσει αὐτὲς τὶς ὧρες, ἀπάντησε:

–Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κυρία καθηγή­τρια. Πολὺ μὲ παρηγορεῖ τὸ τηλεφώνημά σας αὐτὴ τὴ στιγμή.

Ὁ Στέφανος μᾶς ἔφυγε. Νὰ ξέρετε ὅ­μως πὼς χθὲς τὸ Σάββατο πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ κοινώνησε. Καὶ μετά, γεμάτος θεία εὐφροσύνη, εἶπε στὸν π. Κύριλλο μέσα στὸ Ἱερό: «Πάτερ μου, πόσο θὰ ἤθελα νὰ εἶχα ἕνα ντιβανάκι, νὰ ἔμενα πάντοτε ἐδῶ μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία! Πόσο μὲ γαληνεύει καὶ μὲ ξεκουράζει αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα! Τὸ ξέρω, εἶναι ὑπερβολικὸ αὐτὸ ποὺ ζητάω. Ὅμως ἀφῆστε με νὰ προσευχηθῶ ἐδῶ μέσα, τὸ θέλω πολύ. Ἔχω τὴν ἄδειά σας;». «Ναί, Στέφανέ μου», τοῦ εἶπε ὁ ἱερέας, «ἐκφράσου ἐλεύθερα στὸ Θεό». Καὶ ὁ Στέφανος γονάτισε ἐκεῖ δίπλα στὴν πολυθρόνα τοῦ ἱεροῦ καὶ προσευχόταν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνεται ἄσχημα μόνος του τὴν ὥρα ἐκείνη, γονάτισε διακριτικὰ κοντά του καὶ ὁ ἱερέας καὶ προσευχόταν καὶ αὐτὸς ἐκεῖ. Τί ἔλεγαν στὸ Χριστὸ δὲν ξέρω. Πάντως γύρισε στὸ σπίτι εἰρηνικὸς καὶ χαρούμενος. Καὶ τὸ ἀπόγευμα αἰσθάνθηκε ἕναν πόνο στὴν καρδιά. Καὶ μᾶς ἔφυγε ξαφνικά, πρὶν προλάβουμε νὰ τὸν σώσουμε...
Ἄκουγε σιωπηλὴ ἡ καθηγήτρια. Εἶχε πνίξει τὴ συγκίνησή της. Ἀπολάμβανε τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς ἑνὸς μεγά­λου παιδιοῦ. Ζήλευε μιὰ τόσο ἕτοιμη ἀναχώρηση γιὰ τὸν οὐρανό.

Ἀκολούθησαν λίγα δευτερόλεπτα σιω­πῆς. Ἡ κ. Δημητρίου δὲν πρόλαβε νὰ πεῖ κάτι, καὶ ἡ φωνὴ τῆς μητέρας συνέχισε νὰ λέει τὰ κρυφὰ μυστικὰ τοῦ παιδιοῦ της:
   –Ξέρετε... Νὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ ἄλλο. Πρὶν ἀπὸ τρεῖς μέρες τὸ παιδί μου μοῦ εἶπε: «Μανούλα, πόσο θά ’θελα νὰ ἀγκαλιάσω τὸν Θεὸ σφικτά, πολὺ σφικτά, γιὰ νὰ αἰ­σθανθῶ δυνατὰ τὴ στοργή Του καὶ νὰ Τοῦ δώσω ὅλη τὴν ἀγάπη μου!». «Παιδί μου», τοῦ ἀπάντησα, «ὁ Θεὸς δὲν πιάνεται. Εἶναι ἄϋλος. Τὸν Θεὸ Τὸν νιώθουμε καὶ Τὸν πιάνουμε μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλ­πίδα, μὲ τὴν καλοσύνη στοὺς γύρω μας ἀν­θρώπους καὶ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη ποὺ προσφέρουμε πρὸς ὅλους...». Τὸν ἑτοίμαζε ὁ Θεὸς τὸν Στέφανο νὰ τὸν πάρει κοντά Του. Δὲν ἄντεχε ἄλλο, φαίνεται, νὰ μένει στὴ γῆ αὐτὴ τῶν πειρασμῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας.
   –Δοξάστε τὸν Θεό, κυρία Ἄννα, γιατὶ σᾶς χάρισε ἕνα τέτοιο παιδί. Σπάνιο παιδί, ἄγγελο ἐπίγειο, ποὺ δὲν τὸν ἄγγιζε ἡ κακία τοῦ κόσμου. Βλέμμα, χαμόγελο, κου­βέντα, ὅλα του ἦταν συνειδητὰ ἀθῶα.

–Ἔτσι ἦταν, ὅπως τὰ λέτε. Θέλω ὅμως καὶ κάτι ἄλλο νὰ μοιραστῶ μαζί σας, καὶ συχωρέστε με γιὰ τὰ πολλά μου λόγια ποὺ λόγῳ τῆς ἐντάσεως ἔχω.
Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ μοῦ ἔλεγε τὸ παιδί μου: «Μάνα, θαρρῶ πὼς τὸ σπίτι μας δὲν ἔχει ταβάνι. Ὅταν σηκώνω τὰ μάτια μου πάνω, βλέπω ἐκεῖ τὸν Κύριο μὲ τὰ δυό Του χέρια ἁπλωμένα ποὺ μᾶς εὐλογεῖ. Δὲν βλέπεις τὸν τελευταῖο καιρὸ πόσες εὐλογίες μᾶς δίνει στὸ σπίτι μας; Συνέχεια μᾶς εὐλογεῖ καὶ μᾶς δίνει ἀκατάπαυστα πολλὰ δῶρα, πολλὲς εὐλογίες.

–Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κυρία Ἄννα, γιὰ ὅσα πολλὰ καὶ διδακτικὰ μοῦ εἴπατε, ἢ μᾶλλον μοῦ ἐμπιστευτήκατε. Ἀσφαλῶς θὰ ἔχετε καὶ ἄλλα τέτοια, ποὺ παρακαλῶ, κάποτε ἀπὸ κοντὰ νὰ μοῦ πεῖτε γιὰ νὰ διδαχθῶ καὶ νὰ τὰ πῶ καὶ σὲ ἄλλους.

–Εὐχαρίστως· ἀργότερα ὅμως, ἀφοῦ ἠ­ρεμήσουμε. Πάντως πολὺ σᾶς εὐχαρι­στῶ γιὰ τὴν ἀγάπη σας καὶ τὴ συμπαράστασή σας αὐτὲς τὶς ὧρες.

Μόλις ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο, ἡ κυρία Ἄννα θυμήθηκε καὶ κάποιον ἄλλον λόγο τοῦ Στέφανου. Σὲ ἡλικία μόλις πέντε ἐτῶν, σὲ κηδεία γνωστοῦ τους μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀκούγοντας τὰ κλάματα τῶν ἀνθρώπων, εἶπε δυνατά: «Μαμά, γιατί κλαῖνε ὅλοι αὐτοί, ἀφοῦ θ’ ἀναστηθοῦμε μιὰ μέρα;». Καὶ ἀμέσως σταμάτησαν οἱ ἄνθρωποι νὰ κλαῖνε. Καὶ ὁ π. Κύριλλος τῆς εἶπε: «Κυρία Ἄννα, σήμερα τὸ παιδί σας θεολόγησε».

Ἡ κηδεία τοῦ Στέφανου ἔγινε μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα βαθιᾶς σιγῆς. Στὰ μάτια τὰ βουρκωμένα τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα, ποὺ στέκονταν ὄρθιοι δίπλα στὸ φέρετρο, μποροῦσες νὰ διακρίνεις τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, πὼς ὁ Στέφανος δὲν χάθηκε, δὲν πέθανε, ἀλλὰ ζεῖ πνευματικὰ στὴν αἰώ­νια ζωή, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πα­τέρα, ποὺ ποθοῦσε κάποτε νὰ βρεθεῖ. Οἱ λόγοι ποὺ ἀκούστηκαν ἦ­ταν μικροὶ γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀθώου παιδιοῦ ποὺ σὰν ἄγγελος ζοῦσε πάνω στὴ γῆ. Οἱ συμμαθητές του καὶ οἱ φίλοι του ποὺ κύκλωναν τὴ σορό του, κοιτοῦσαν ἐκ­στατικὰ τὸ φωτεινὸ πρόσωπό του. Καὶ ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὴν ἀνταύγεια τῆς ἠρεμίας του δύναμη καὶ παράδειγμα γιὰ ἁ­γία ζωή. Μετὰ τὴν ταφὴ ἔφευγαν ὅλοι βαθιὰ συλλογισμένοι, καὶ ἕνας ἡλικιωμένος καθηγητὴς ψιθύριζε: Κάμε, Χριστέ, τὸ θαῦμα Σου νὰ ζωντανέψεις τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης Σου στὰ παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας, μὲ τὶς προσευχὲς αὐτοῦ τοῦ ἀγγέλου ποὺ πέταξε κοντά Σου.


Πηγή: Ο Σωτήρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου