Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου,Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου,Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
E-mailΕκτύπωσηPDF
Τό γε­γο­νός τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῆς Χίου, τόν Ἀπρί­λιο τοῦ 1822, δέν συγ­κλό­νισε μόνο τόν Ἑλ­λη­νι­σμό, ἀλλά εἶχε τε­ρά­στια ἀπή­χηση καί σέ ὁλό­κληρη τήν Εὐ­ρώπη. Ἡ σφαγή καί ἡ αἰ­χμα­λω­σία χι­λι­ά­δων κα­τοί­κων τοῦ νη­σιοῦ προ­κά­λεσε πολ­λές ἐκ­δη­λώ­σεις συμ­πά­θειας καί φι­λελ­λη­νι­σμοῦ, ἔν­τυ­πες δι­α­μαρ­τυ­ρίες καί ἔν­θερ­μες ἐκ­κλή­σεις, μέ ἐκ­δό­σεις φυλ­λα­δίων καί βι­βλίων πού γνώ­ρι­σαν εὐ­ρύ­τατη δι­ά­δοση στήν Εὐ­ρώπη. Τό δρα­μα­τικό γε­γο­νός δέν ἄρ­γησε νά συγ­κι­νή­σει βα­θιά καί πολ­λούς καλ­λι­τέ­χνες, καί νά ἀπο­τυ­πω­θεῖ στά ἔργα τους.
Ὡς τό πιό γνω­στό καί ἀν­τι­προ­σω­πευ­τικό δεῖ­γμα φέρ­νουμε ὅλοι στόν νοῦ μας τόν πε­ρί­φημο πί­νακα πού ἐμ­πνεύ­σθηκε ὁ με­γά­λος Γάλ­λος ζω­γρά­φος Εὐ­γέ­νιος Ντε­λα­κρουά καί φυ­λάσ­σε­ται σή­μερα στό Μου­σεῖο του Λού­βρου. Πρό­κει­ται γιά ἐλαι­ο­γρα­φία δι­α­στά­σεων 4,19 × 3,54 μ., μέ τίτλο «Σκηνή ἀπό τίς σφα­γές τῆς Χίου» (Scène des massacres de Scio), ὁ ὁποῖος πα­ρου­σι­ά­στηκε στό κοινό τό 1824, προ­κα­λών­τας βα­θύ­τατη αἴ­σθηση τόσο γιά τό ὑψηλό καλ­λι­τε­χνικό του ἐπί­πεδο, τήν ἀρι­στουρ­γη­μα­τική σύν­θεση καί τήν ἀπό­δοση τῶν μορ­φῶν, ὅσο καί γιά τό θέμα πού πρα­γμα­τεύ­ε­ται.
Στό ἔργο αὐτό, τό φῶς ἔρ­χε­ται νά ἀπο­κα­λύ­ψει τό μαρ­τύ­ριο τῶν κα­τοί­κων τοῦ νη­σιοῦ πού κεί­τον­ται ἡμι­θα­νεῖς καί ἀπο­γυ­μνω­μέ­νοι στό πρῶτο ἐπί­πεδο του πί­νακα, ἐνῶ ἀπο­φεύ­γει τούς κα­τα­κτη­τές πού ἐμ­φα­νί­ζον­ται σκο­τει­νοί. Τά με­λανά χρώ­ματα καί οἱ στά­σεις τῶν σω­μά­των πε­ρι­γρά­φουν συ­ναι­σθή­ματα στά ὁποῖα κυ­ρι­αρ­χεῖ ἡ αἴ­σθηση τῆς ἀπό­γνω­σης, τοῦ φό­βου καί τῆς ἐγ­κα­τά­λει­ψης.
Πολλά κεί­μενα ἐγρά­φη­σαν ἀπό προ­σω­πι­κό­τη­τες τῶν γραμ­μά­των, οἱ ὁποῖοι ἐξέ­φρα­σαν τόν ἀπο­τρο­πι­α­σμό τους γιά τήν με­γάλη σφαγή. Ἐμ­πνε­ό­με­νοι ἀπό αἰ­σθή­ματα ἀλ­λη­λεγ­γύης γιά τήν θλι­βερή μοίρα τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς Χίου, οἱ φι­λελ­λη­νι­κοί αὐ­τοί κύ­κλοι προ­σπα­θοῦ­σαν ἐπί­σης νά εὐ­αι­σθη­το­ποι­ή­σουν τήν εὐ­ρω­πα­ϊκή κοινή γνώμη ὥστε να πα­ρα­στα­θεῖ στόν δί­καιο ἀγώνα τῆς Ἐπα­να­στά­σεως.
Ὁ Βί­κτωρ Οὐγκώ, ὁ ὁποῖος δι­ε­κρίθη γιά τήν εὐ­ρεῖα φι­λελ­λη­νική του δράση καί ὕμνησε τόν Κα­νάρη σέ ἀρ­κετά ποι­ή­ματά του, συ­νέ­θεσε τό ποί­ημα μέ τίτλο «Τό ἑλ­λη­νό­πουλο» (με­τά­φραση Κω­στῆ Πα­λαμᾶ):

Τοῦρ­κοι δι­α­βῆ­καν, χα­λα­σμός, θά­να­τος πέρα ὥς πέρα.
Ἡ Χίο, τ’ ὄμορφο νησί, μαύρη ἀπο­μέ­νει ξέρα,
μέ τά κρα­σιά, μέ τά δεν­τρά
τ’ ἀρ­χον­το­νήσι, πού βουνά καί σπί­τια καί λαγ­κά­δια
καί στό χορό τίς λυ­γε­ρές κα­μιά φορά τά βρά­δια
κα­θρέ­φτιζε μές στά νερά.
Ἐρ­μιά παν­τοῦ. Μά κοί­ταξε κι ἀπά­νου ἐκεῖ στό βράχο,
στοῦ κά­στρου τά χα­λά­σματα κά­ποιο παιδί μο­νάχο
κά­θε­ται, σκύ­βει θλι­βερά
...
παιδί, πού κά­θε­σαι ξυ­πό­λυτο στίς ρά­χες
γιά νά μήν κλαῖς λυ­πη­τερά, τί ΄θε­λες τάχα νά ΄χες;
...
Δι­α­βάτη,
μοῦ κρά­ζει τό Ἑλ­λη­νό­πουλο μέ τό γα­λά­ζιο μάτι:
Βό­λια, μπα­ρούτι θέλω· νά.

Ὁ ἐπι­φα­νής Γάλ­λος λο­γο­τέ­χνης ἀπο­δί­δει μ’ αὐ­τόν τόν τρόπο τήν ἐπι­τα­κτική ἀνάγκη γιά ὑλική, ἁπτή βο­ή­θεια πρός τήν Ἑλ­λάδα κατά τόν ἀγώνα τῆς Ἀνε­ξαρ­τη­σίας.
Τό 1864, ὁ ἐπίσης Γάλλος ποι­η­τής Θε­ό­δω­ρος de Banville, προ­σω­πο­ποιεῖ τήν Χίο «ὡς τήν πε­θα­μένη κόρη τοῦ βα­ρι­ό­μοι­ρου πα­τρός της, τοῦ Ὁμή­ρου, πού τή θρη­νεῖ στήν ἄκρη τοῦ πε­λά­γου»:

Δέν κλαῖμε ἐδῶ ἄν ἐχάσαμε γεννήματα τοῦ ὀνείρου
Ἐδῶ θρηνοῦμε τό χαμό τῆς κόρης τοῦ Ὁμήρου.

Τίς θυ­σίες τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς Χίου, κατά τήν δι­άρ­κεια τοῦ ἱε­ροῦ αὐ­τοῦ ἀγῶ­νος, πρα­γμα­τεύ­ε­ται πλει­άδα ποι­η­τι­κῶν ἔρ­γων, μει­ζό­νων καί ἡσ­σό­νων Ἑλ­λή­νων δη­μι­ουρ­γῶν.
Ἡ Ἐλευ­θε­ρία, ὅπως τήν ὁρα­μα­τί­σθηκε ὁ Σο­λω­μός, ἀγρυ­πνεῖ μέ ὄψη γε­μάτη φρον­τίδα, ἀνη­συ­χία καί πε­ρί­σκεψη. Στόν Ὕμνο εἰς τήν Ἐλευ­θε­ρίαν ἀνη­συ­χεῖ γιά τούς Ἕλ­λη­νες καί πι­κραί­νε­ται ἀπό τίς θυ­σίες τους, γιά

[ὅσους] εἴν' ἄδικα σφα­γμέ­νοι
ἀπὸ τούρ­κι­κην ὀργή.

Τότε ἐσή­κω­νες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάι­ματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,
πλῆ­θος αἷμα ἑλ­λη­νικό.


Καί στό ἔργο του Εἰς τὸν θά­να­τον τοῦ Λόρ­δου Μπάυ­ρον, ὁ ἐθνι­κός μας ποι­η­τής ση­μει­ώ­νει:

Ἀλλὰ πάει στοὺς νόας μία θέρμη,
πού εἶ­ναι ἀλ­λι­ώ­τικη ἀπ᾿ αὐτή,
ὁπού ἐσκόρ­πισε στὴν ἔρμη
Χίο τοῦ Τούρ­κου ἡ ’πι­βουλή,

ὅταν τό­σοι ἐπέ­φταν χά­μου,
καί μὲ λό­για ἀπελ­πι­σιᾶς...

Πε­ρί­φη­μοι ἔχουν μεί­νει ἐπίσης οἱ στί­χοι τοῦ Γε­ωρ­γίου Δρο­σίνη:

Τά γι­α­σε­μιά κοκ­κί­νι­σαν στόν χρόνο τῆς σφα­γῆς σου, πί­νον­τας αἷμα ἀντί νερό στήν ἁγι­α­σμένη γῆ σου.
Τά χε­λι­δό­νια πέ­ρα­σαν χω­ρίς νά στα­μα­τή­σουν,
μή ξέ­ρον­τας στό χα­λα­σμό ποῦ τίς φω­λιές νά χτί­σουν.

Ὁ Ἀν­δρέας Κάλ­βος ἀφι­ε­ρώ­νει τήν Ἕκτη τῶν Ὠδῶν του «Εἰς Χίον»:
Ὡς ὅτε ἀπὸ τὸ στόμα
κρέ­με­ται τῶν θνη­τῶν
αὐ­λὸς λε­λυ­πη­μέ­νος
καὶ ἡ φωνή του μὲ κό­πον
τρέ­μουσα ἐκ­βαί­νει·

Ὡς μέσα εἰς τὰ πο­λύ­δεν­δρα
δάση τὸ βράδυ εἰ­σπνέει
τὸ τε­θλιμ­μέ­νον φύ­σημα
Με­σημ­βρι­νὸν καὶ φαί­νε­ται
θρῆ­νος ἀν­θρώ­πων·

Εἰς τὸν ἠρη­μω­μέ­νον
αἰ­γι­α­λὸν τῆς νή­σου
οὕτω φέρ­νουν τὰ κύ­ματα
καὶ τὸ πα­ρά­πο­νόν τους
ἡ Ὠκε­α­νῖ­δαι.

...
Ὄχι φῶς καὶ χα­ράν,
ἀμὴ φλο­γώ­δεις ἄκαν­θας
βρέ­χει δι᾿ αὐ­τοὺς ὁ ἥλιος,
καὶ ἡ γῆ σχι­σμένη δί­δει
αἵ­μα­τος βρύ­σεις.

Ἐµ­πνευ­σθείς ἀπό τόν ἀπαγ­χο­νι­σμό τοῦ ἐθνο­μάρ­τυ­ρος Μη­τρο­πο­λί­του Χίου Πλά­τω­νος Φραγ­κι­άδη, μαζί μέ ἄλ­λους Κλη­ρι­κούς καί προ­κρί­τους στήν Πλα­τεία τοῦ Βου­να­κίου τῆς πό­λεως τῆς Χίου, ὁ ποι­η­τής Θε­ό­δω­ρος Ὀρ­φα­νί­δης γρά­φει:

Τῶν µαρ­τύ­ρων φο­ρεῖ τὸ στε­φάνι
ἡ χρη­στή τῶν προ­κρί­των ὁµάς
ὡς κη­δείας δ’ ὁ Χίου τι­µάς
ἐµ­παιγ­µοὺς Ἰου­δαίων λαµ­βά­νει.
Τό ἀπό­σπα­σμα πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στό «λυ­ρικο-επι­κόν ποί­ημα εἰς ἄσματα τέσ­σερα» μέ τίτλο Ἅγιος Μη­νᾶς (Ἐπει­σό­διον τῆς Ἑλ­λη­νι­κής Ἐπα­να­στά­σεως). Ἀνα­φέ­ρε­ται στήν ὁμώ­νυμη Μονή, ὅπου «ἐτε­λέ­σθη ἡ σκλη­ρο­τέρα τῶν σφα­γῶν», κατά τήν Κυ­ρι­ακή τοῦ Πά­σχα τοῦ 1822.
Λα­ο­γρα­φι­κῶς κα­τα­γρά­φον­ται ἐπί­σης δη­μώδη ἄσματα μέ θέμα τήν καταστροφή τῆς Χίου, ἀκόμη καί πα­λιά «κλέ­φτικα» ἀπό τήν Πε­λο­πόν­νησο ἤ ἄλ­λες πε­ρι­ο­χές τῆς Ἑλ­λά­δας, τά ὁποῖα πι­θα­νο­λο­γεῖ­ται ὅτι με­τέ­φε­ραν Χῖοι πρό­σφυ­γες τῆς μεγάλης σφαγῆς στήν Πε­λο­πόν­νησο, μετά τήν ἐπι­στροφή τους στό νησί.
Μέσα ἀπό αὐτά τά ἔργα τῆς τέ­χνης προ­κύ­πτει τό ἐρώ­τημα πῶς μπο­ροῦμε ἐμεῖς νά στα­θοῦμε στήν συ­νέ­χεια ὅσων ἔδω­σαν τήν μαρ­τυ­ρία τῆς θυ­σίας καί τῶν δι­καίων τῆς ἐλευ­θε­ρίας σέ ὁλό­κληρη τήν Οἰ­κου­μένη. Ἡ εὐ­θύνη μας εἶ­ναι εὐ­θύνη φρου­ρῶν, εὐ­θύνη μαρ­τύ­ρων ἑνός κό­σμου, ὁ ὁποῖος δο­κι­μά­ζε­ται καί ἀγω­νί­ζε­ται γιά τήν δι­άρ­κειά του στίς συν­τε­τα­γμέ­νες τῆς ἱστο­ρίας. Καί δι­α­χρο­νι­κῶς, ὡς Ἕλ­λη­νες, στη­ρί­ζουμε στούς ὤμους ἕνα σταυρό πίστεως, ὁμο­λο­γίας καί μαρ­τυ­ρίου, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι καί σταυρός ἀνα­στά­σεως.


Ομιλία κατά την Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Αγίας Μαρίνης Μελανιούς την Κυριακή 19 Μαΐου 2013 (Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων των Σφαγών της Χίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου