Ἦταν ἕνα γλυκὸ Αὐγουστιάτικο βραδινό. Ὁ ἑσπερινὸς
τελείωνε ὅταν μιὰ παρέα προσκυνητές, ἔφτανε στὸ Ναό μας.
—Πάτερ, τὴν εὐχή σας. Εἶναι εὐλογημένο νὰ
διανυκτερεύσουμε ἐδῶ ἀπόψε καὶ τὸ πρωὶ νὰ ἐκκλησιαστοῦμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε;
Ἦταν μιὰ νεαρὴ γυναίκα ποὺ ρωτοῦσε καὶ ποὺ μὲ κάποιον ἄλλον
νεαρό, βοηθοῦσαν ἕνα παλληκάρι νὰ στέκεται ὄρθιο καὶ νὰ βαδίζει.
—Βεβαίως. Κανένα πρόβλημα. Ἔχουμε χῶρο γιὰ ὅλους σας.
—Ευχαριστούμε πολύ, νὰ εἶστε καλά. Μήπως ἐδῶ μένει ὁ
Δεσπότης;
—Όχι, ὅμως αὔριο τὸ πρωὶ θὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ.
—Αλήθεια; Ὢ Θεέ μου! Ἀνέλπιστη χαρὰ μᾶς δίνετε, πάτερ
μου.
—Μα τί συμβαίνει; Δὲν καταλαβαίνω.
—Πάτερ μοῦ, ὁ Ταξιάρχης ἔκανε ἕνα μεγάλο θαῦμα στὸν ἀδελφό
μου, εἶναι αὐτὸς ἐδῶ, ὁ Διονύσης.
Ἡ νεαρὴ γυναίκα λέγοντας τὶς τελευταῖες λέξεις στράφηκε
πρὸς τὸ παλ¬ληκάρι ποὺ κρατοῦσε ἀγκαζὲ μαζὶ μὲ τὸν ἄλλο νεαρό. Μὲ ἕνα τρυφερὸ
χαμόγελο τὸν ὁδήγησε μπροστά μου, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἄλλου νέου. Τὸ παλληκάρι ἔκανε
μιὰ ὑπόκλιση, ὅσο τοῦ ἐπέτρεπε ἡ κατάστασή του καὶ ἀπλώνοντας τὸ χέρι τοῦ πῆρε
τὸ δικό μου καὶ τὸ ἀσπάστηκε μὲ σεβασμό.
—Πάτερ, εἶναι ὁ ἀδελφός μου ὁ Διονύσης, συνέχισε ἡ νεαρὴ
γυναίκα, ὁ Ταξιάρχης στὴν κυριολεξία τὸν ἔσωσε, σχεδὸν τὸν ἀνέστησε ἀπὸ νεκρό.
Κατὰ τὴ νοσηλεία τοῦ ἀδελφοῦ μου στὸ Κρατικὸ Νοσοκομεῖο Νικαίας Ἀθηνῶν, πέρασαν
ἀπ’ αὐτὸ καὶ γνώρισαν τὸν ἀδελφό μου καὶ εἶδαν τὴν κρισιμότητα τῆς κατάστασης
τοῦ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας καὶ ὁ πατὴρ Χρῆστος, ὁ συνεφημέριός σας, ὅταν
καὶ ἐκεῖνος εἶχε τὴν περιπέτεια μὲ τὴν πρεσβυτέρα του στὸ ἴδιο Νοσοκομεῖο. Βέβαια
τότε ὁ ἀδελφός μου ἦταν σὲ βαθὺ κῶμα καὶ δὲν τοὺς γνώρισε• ὅμως ἐκεῖνοι
προσευχήθηκαν γιὰ κεῖνον. Καταλαβαίνετε λοιπόν, τί εὐλογία, εἶναι γιὰ μᾶς, ὅταν
στὴν πρώτη μας εὐχαριστήριο ἐπίσκεψη πρὸς τὸν Ταξιάρχη, νὰ παρευρίσκεται ὁ
Σεβασμιώτατος καὶ νὰ συμπροσεύχεται καὶ νὰ συνδοξολογεῖ τὸν Ἀρχάγγελο μαζί μας,
γιὰ τὴ θαυμαστή Του ἐνέργεια στὸν ἀδελφό μου.
Μιλώντας, ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὸν Διονύση, ποὺ ἔδειχνε
σημεῖα κόπωσης, λόγω τοῦ προσφάτου ἀτυχήματός του- καὶ ἀπευθυνόμενη πάλι σὲ
μένα, συνέχισε:
—Αν εἶναι εὐλογημένο, πάτερ μου, θὰ ἤθελα λίγο νὰ
τακτοποιήσω τὰ πράγματά μας καὶ νὰ περιποιηθῶ τὸν ἀδελφό μου, γιατί ἀκόμη ἔχει ἀνάγκη
ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ἔπειτα νὰ ἔλθω στὸ Γραφεῖο καὶ νὰ σᾶς ἐξιστορήσω, μαζὶ μέ. τὸν
ξάδελφό μου, τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς μὲ κάθε λεπτομέρεια.
—Μην ἐνοχλεῖστε, δὲν πειράζει. Τακτοποιεῖστε τὰ πράγματά
σας, ξεκουρα¬στεῖτε καὶ αὔριο μετὰ τὴ θεία λειτουργία, ποὺ θάναι ἐδῶ καὶ ὁ
Δεσπότης μᾶς τὰ ἐξιστορεῖτε ὅλα μὲ τὴν ἡσυχία σας. Εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ χαρεῖ
πάρα πολὺ νὰ μάθει τὴν ἔκβαση αὐτοῦ του γεγονότος, ἀπὸ πρῶτο χέρι, μὲ κάθε
λεπτομέρεια.
—Να εἶναι εὐλογημένο, πάτερ μου. Εὐχαριστοῦμε πολύ. Αὔριο
μὲ ὑγεία.
Εἶχε τελειώσει ἡ θεία λειτουργία καὶ καθὼς πηγαίναμε στὸ
Γραφεῖο γιὰ καφέ, μαζὶ μὲ τὴν παρέα τοῦ Διονύση ἔφτασε ὁ Δεσπότης. Ἦταν ἀπερίγραπτη
ἡ χαρὰ ὅλης της παρέας μόλις τὸν ἀντικρυσαν. Ἔτρεξαν ὅλοι κοντά του χαρούμενοι.
Ἔβαλαν μετάνοια καὶ τοῦ φίλησαν μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι.
—Τι κάνετε Σεβασμιώτατε, τὸν θυμάστε τὸν Διονύση μας;
—Μα εἶναι δυνατόν; Εἶναι τὸ παιδί, ποῦ νοσηλευόταν στὸ
Κρατικό, μὲ τὸ τροχαῖο;
—Μάλιστα, μάλιστα, Σεβασμιώτατε, αὐτὸς εἶναι. Θαῦμα, θαῦμα
τοῦ Ταξιάρχη!
—Δόξα σοὶ ὁ Θεός! Παιδιά μου πολὺ χαίρομαι. Ξέρετε, μὲ εἶχε
συγκινήσει πολὺ ἡ περίπτωση τοῦ Διονύση καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς
ὑγείας του. Καὶ νὰ ποὺ σήμερα τὸν βλέπω ὑγιέστατο μπροστά μου, ἃς εἶναι
δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ. Παιδιά μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψτε νὰ πάω μέσα,
νὰ προσκυνήσω τὸν Ἀρχάγγελο, γιατί μόλις ἔφτασα καὶ ἔρχομαι στὸ Γραφεῖο νὰ τὰ
ποῦμε μὲ τὴν ἡσυχία μας καὶ μὲ κάθε λεπτομέρεια.
—Νάναι εὐλογημένο, Δέσποτα.
Ὁ Σεβασμιώτατος, κατευθύνθηκε συγκινημένος πρὸς τὸν Ναό,
ὑμνώντας τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ εὐχαριστώντας τὸν Ἀρχάγγελο.
Σὲ λίγο στὸ Γραφεῖο τοῦ Ναοῦ, ἀκούγαμε ὅλοι κατάπληκτοι ἀπὸ
τὴν Ἑλένη καὶ τὸ Νίκο τὰ γεγονότα τὰ τοῦ θαύματος, νὰ ξετυλίγονται ἀστραπιαία
καὶ θαυμαστά.
—Σεβασμιώτατε, ὀνομάζομαι Ἑλένη καὶ εἶμαι ἡ ἀδελφή του
Διονύση, παντρεμένη καὶ μένω στὸ Ναύπλιο, Σουλίου 8.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς του Θωμά, 25-4-1993, χτυπᾶ τὸ
τηλέφωνο τοῦ σπιτιοῦ μου,.... καὶ πληροφοροῦμαι ὅτι ὁ ἀδελφός μου ὁ Διονύσης
χτύπησε σὲ τροχαῖο καὶ βρίσκεται, στὸ Κρατικὸ Νοσοκομεῖο Νικαίας στὴν Ἀθήνα. Τὸ
ἀκουστικὸ ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέ¬ρια μοῦ ὅταν μὲ παρότρυναν νὰ κάνουμε ὅσο τὸ δυνατὸν
σύντομα, γιατί ὁ ἀδελφός μου ἦταν σὲ πολὺ κακὴ κατάσταση. Ἑτοιμοθάνατος! «Τὸν
προλαβαίνετε, δὲν τὸν προλαβαίνετε», μοῦ εἶπαν χαρακτηριστικά.
Φύγαμε ἀμέσως γιὰ τὴν Ἀθήνα. Πῶς αἰσθανόμουν στὸν δρόμο
γιὰ τὴν Ἀθήνα, δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐκφράσω, ἦταν μιὰ φοβερὴ ἐμπειρία! Ἔνοιωθα νὰ
βουλιάζει σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος ὁλόκληρος. Αἰσθανόμουν ὅτι τὰ πάντα γιὰ μένα ἔχαναν
ξαφνικὰ τὴν ἀξία τους! Δὲν μετροῦσε γιὰ μένα τίποτα. Μόνο μέσα ἀπὸ ἕνα μεταξωτὸ
ἱστὸ ἀράχνης, ἀμυδρά, διέκρινα μὲ τὴ φαντασία μου τὸ Διονύση μᾶς αἱμόφυρτο καὶ ἑτοιμοθάνατο.
Καὶ τότε, τὸ μόνο ποὺ ἤθελα, ἦταν νὰ βρεθῶ κοντά του, νὰ τὸν ἀγκαλιάσω, νὰ τὸν
φιλήσω, νὰ τὸν σφίξω καὶ νὰ τοῦ ξαναδώσω τὴ δύναμη καὶ τὴ ζωή. Τὰ λεφτά μου
φαινότανε ὧρες καὶ οἱ ὧρες αἰῶνες. Σὲ κάποια στιγμὴ σχεδὸν λιποθύμησα, ὅταν
μέσα στὸ ἁμάξι μύρισε, πολὺ αἰσθητά, λιβάνι! Πάει πέθανε, σκέφτηκα καὶ ἔνοιωθα
νὰ χάνω τὶς αἰσθήσεις μου.
Φτάσαμε στὸ Νοσοκομεῖο καὶ ἡ πραγματικότητα ἦταν πολὺ πιὸ
φοβερὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς φαντασίας. Ὁ Διονύσης αἱμόφυρτος πάνω στὸ κρεββάτι ἀναίσθητος
σὲ ἀφασία. Μὲ φώναξαν στὸ Γραφεῖο οἱ γιατροὶ καὶ μοῦ εἶπαν ἐπὶ λέξει: «Κορίτσι
μου, τί νὰ σοῦ ποῦμε, τὸ παιδὶ εἶναι ξεγραμμένο. Τὸ μυαλὸ τοῦ ἔγινε γιαούρτι. Δὲν
ὑπάρχει καμμιὰ ἐλπίδα».
Ρώτησα γιὰ κάποια ἐγχείριση, γιὰ κάτι ἄλλο ποὺ θὰ μᾶς ἔδινε
κάποιες ἐλπίδες. «Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἐλπίδα, δὲν σηκώνει οὔτε ἐγχείριση», μοῦ εἶπαν
καὶ συνέχισαν: «Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα».
Γονατιστοὶ ὅλη τὴ νύχτα στὸ προσκεφάλι του,
παρακαλούσαμε τὸ Θεὸ νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ τὸν ἀναστήσει.
Τὸ πρωὶ ἐπισκέφθηκε τὸν ἀδελφό μου ὁ ἄριστος κρανιολόγος
γιατρὸς κ. Μουρουζίνης. Τὸν ἐξέτασε πολὺ ὥρα καὶ στὸ τέλος κουνώντας τὸ κεφάλι
τοῦ εἶπε:
«Εἴτε ἔτσι, εἴτε ἀλλιῶς ὁ νεαρὸς εἶναι χαμένος, ἃς τοῦ
κάνουμε μιὰ ἐπέμβαση στὸ κεφάλι του. Βέβαια οἱ πιθανότητες δὲν εἶναι οὔτε μία
στὶς χίλιες, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα ἄλλο καλύτερο». Τὸ δεχτήκαμε.
Πῶς νὰ κάναμε διαφορετικά; Ὁ ἀδελφός μου χανόταν!
Μπῆκε στὸ χειρουργεῖο στὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι. Κατὰ τὸ
διάστημα τῆς ἐγχείρισης, μᾶς πῆρε τηλέφωνο στὸ Νοσοκομεῖο ὁ ξάδελφός μας ὁ
Νίκος καὶ μᾶς εἶπε πράγματα ποὺ μᾶς ζωήρεψαν τὶς ἐλάχιστες καὶ ὑποτονικὲς ἐλπίδες
μας. Ἄλλα καλύτερα νὰ σᾶς τὰ ἐξιστορήσει αὐτὰ ὁ ἴδιος.
Λέγοντας αὐτὰ ἡ Ἑλένη, στράφηκε στὸ νεαρὸ δίπλα της, ποὺ
βοηθοῦσε μαζί της τὸν Διονύση.
—Μάλιστα Σεβασμιώτατε. Λέγομαι Νίκος Καλογήρου. Εἶμαι 22
χρόνων καὶ σπουδάζω μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή μου Ἑλένη στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ διεύθυνσή
μας: ...... Τὸ τηλέφωνό μας: ......
Τὴν Κυριακή του Θωμὰ 25-4-1993, ἡ ἀδελφή μου καὶ γῶ
ξεκινήσαμε νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ Θεσσαλονίκη, ἀπ’ τὴν ὁποία εἴχαμε φύγει, γιὰ νὰ
περάσουμε τὶς διακοπὲς τοῦ Πάσχα κοντὰ στοὺς δικούς μας. Στὴ Θεσσαλονίκη
φτάσαμε στὶς 7 τὸ ἀπόγευμα. Ἀμέσως πήραμε τηλέφωνο τοὺς δικούς μου, ὅπως ἄλλωστε
συνηθίζουμε, γιὰ νὰ ἐνημερώσουμε τοὺς δικούς μας ὅτι φτάσαμε καλά. Συνάμα
ρωτήσαμε καὶ γιὰ κείνους, πῶς εἶναι καὶ ἂν ἔχουν κανένα νεότερο ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ
φύγαμε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη. Μᾶς εἶπαν ὅτι εἶναι ὅλα μιὰ χαρά, ὅπως τὰ ξέραμε.
Κουρασμένοι ἀπὸ τὸ πολύωρο ταξίδι μας, πολὺ νωρὶς πήγαμε γιὰ ὕπνο.
Τὴ νύχτα, ἕνα ὄνειρο μὲ συγκλόνισε. Βρέθηκα μέσα σὲ ἕνα
Νοσοκομεῖο, γιὰ μένα ἄγνωστο, καὶ πάνω σε ἕνα κρεββάτι, ντυμένο στὰ μαῦρα, τὸν
ξάδελφό μου ξαπλωμένο. Τὸν ρωτάω τί ἔπαθε καὶ ἐκεῖνος μου δείχνει τὸ κεφάλι
του, ποὺ ἦταν γεμάτο αἵματα, καὶ μοῦ λέει ὅτι χτύπησε. Τότε ἀκούω τὴ φωνὴ τοῦ
πατέρα μου νὰ μὲ φωνάζει: Νίκο-Νίκο! Δὲν τὸν ἔβλεπα, ὅμως ἀκολούθησα τὴ φωνή
του καὶ βρέθηκα σὲ μιὰ μικρὴ Ἐκκλησιά, ποὺ βρισκόταν στὴν αὐλὴ τοῦ Νοσοκομείου.
Στὸ μέσον της Ἐκκλησίας στεκόταν ὁ πατέρας μου καὶ κυττοῦσε πρὸς τὸ μέρος μου.
Στὰ δεξιά μου βλέπω μία εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸν Χριστὸ στὴν ἀγκαλιά της.
Βγάζω τὸ μαντήλι μου καὶ τὴν σκουπίζω, γιατί μου φάνηκε λερωμένη. Τὸ μαντήλι
λερώθηκε. Τότε βλέπω τὸν πατέρα μου νὰ μοῦ δείχνει τὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ Ναοῦ
καὶ στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν μιὰ ἄλλη εἰκόνα, ποὺ ὅμως ἦταν τόσο μαύρη, ποὺ δὲν
φαινόταν τὸ πρόσωπο τοῦ εἰκονιζόμενου ἁγίου. Συγχρόνως ὁ πατέρας μου, μὲ
προστακτικὸ ὕφος μου ἔλεγε τὰ ἑξῆς: Πὲς στὴν Ἑλένη, τὴν ξαδέλφη σου, νὰ τὴν
καθαρίσει. Ἀνήσυχος ἀπ’ αὐτὰ ὅλα το πρωί, παίρνω μιὰ θεία μου τηλέφωνο στὸ
Ναύπλιο νὰ ρωτήσω. Δὲν πῆρα τὸ σπίτι μου, γιατί γνώριζα ὅτι ὅλοι τους δούλευαν.
Τότε μαθαίνω τὸ θλιβερὸ γεγονός. Ρώτησα γιὰ τὴν ξαδέλφη μου, τὴν Ἑλένη καὶ μοῦ
εἶπε ὅτι εἶναι στὸ Νοσοκομεῖο τῆς Νικαίας. Ἐκεῖ πῆρα τηλέφωνο καὶ ἀφοῦ ἔμαθα
λεπτομέρειες καὶ τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση τοῦ Διονύση, ρώτησα τὴν Ἑλένη ἂν ὑπάρχει
στὸ χῶρο τοῦ Νοσοκομείου καμμιὰ Ἐκκλησιά.
Μοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν τὸ γνώριζε. Τότε τῆς εἶπα τὸ ὄνειρο
καὶ τὴν παρότρυνα νὰ ψάξει καὶ ἂν ὑπῆρχε, νὰ κυττοῦσε στὸν ἀριστερὸ μπαίνοντας
τοῖχο της. Παρακάτω, Σεβασμιώτατε, ἃς συνεχίσει ἐκείνη.
—Όταν ἄκουσα αὐτὰ ἀπὸ τὸν ξάδελφό μου Νίκο,
Σεβασμιώτατε, κάποιες ἐλπίδες ἄρχισαν νὰ ἀναπτερώνονται. Ὅταν θὰ βγοῦν σωστά τα
λόγια τοῦ ξαδέλφου μου, εἶπα μέσα μου, τότε θὰ πεῖ ὅτι ὁ Διονύσης μας θὰ σωθεῖ.
Ρωτήσαμε καὶ μάθαμε ὅτι ὑπῆρχε κάτω Ἐκκλησία τοῦ Νοσοκομείου. Τρέξαμε μὲ τοὺς
συγγενεῖς μου καὶ ψάξαμε. Πράγματι στὸ ἀριστερὸ τοῖχο ἦταν κρεμασμένο ἕνα μικρὸ
ξύλινο εἰκόνισμα κατάμαυρο!!! Τὸ ξεκρεμάσαμε ἀλλὰ δὲν μπορούσαμε νὰ δοῦμε τί ἀναπαριστοῦσε.
Πῆρα βαμβάκι καὶ οἰνόπνευμα καὶ τὸ καθάρισα. Ὢ Θεέ μου! Ἔλαμψε ὁλόκληρο! Ἀστραποβολοῦσε!
Ὅμως καὶ πάλι δὲν μπορούσαμε νὰ καταλάβουμε ποιὸν ἅγιο εἰκόνιζε. Ὅταν τὸ εἶδε ἡ
θεία μου. ἡ μητέρα τοῦ Νίκου, σταυροκοπήθηκε καὶ τὸ καταφιλοῦσε, τὸ εἶχε
γνωρίσει! Ὁ Ταξιάρχης, ὁ Ταξιάρχης τοῦ Μανταμάδου!!! φώναζε. Εἶχε ἔλθει πρὶν δυὸ
χρόνια καὶ εἶχε πάρει τὸ εἰκόνισμά Του καὶ τοὺς δυὸ τόμους τῶν βιβλίων Του. Νὰ
τὸ εἰκόνισμα Σεβασμιώτατε, εἶπε ἡ Ἑλένη καὶ ἀνοίγοντας τὸ πουκάμισο τοῦ Διονύση
τὸ ἔβγαλε ἀπὸ τὴ θήκη του καὶ τὸ ἔδωσε στὸν Δεσπότη μας. Ἐκεῖνος τὸ κύτταξε γιὰ
λίγο καὶ ἔπειτα μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια, τὸ ἀκούμπησε στὰ χείλη του. Ἦταν ἕνα
ξύλινο μικρὸ εἰκονισματάκι τοῦ Ταξιάρχη μας, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε στὸ περίπτερό
του Ναοῦ, γιὰ τοὺς προσκυνητές μας.
Ἀφοῦ τὸ προσκυνήσαμε ὅλοι μας, ἡ Ἑλένη τὸ πῆρε, τὸ ἔβαλε
πάλι στὴ θέση του καὶ συνέχισε:
—Τελείωσε ἡ ἐγχείριση στὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀδελφοῦ μου. Οἱ
γιατροὶ δὲν μᾶς ἔδιναν περισσότερες ἐλπίδες ἀπ’ ὅτι πρὶν τὴν ἐγχείριση, δηλαδὴ
μία τοῖς χιλίοις! «Τὸ μυαλό του», μᾶς ἔλεγαν, «εἶναι σὰ γιαούρτι- καὶ δὲν μποροῦμε
νὰ κάνουμε τίποτα παραπάνω. Ἀνθρωπίνως καὶ ἐπιστημονικῶς κάναμε τὸ καλύτερο,
τώρα μόνο ἕνα θαῦμα τὸν σώζει». Ζήτησα νὰ μοῦ ἐπιτρέψουν νὰ μπῶ στὴν ἐντατικὴ
καὶ νὰ τοῦ βάλω τὸ εἰκόνισμα ἐπάνω του. Μοῦ τὸ ἐπέτρεψαν. Μπῆκα καὶ τοῦ τὸ
φόρεσα.
Τὸ πρωί, 27-4-93, μᾶς παίρνει πάλι τηλέφωνο ὁ Νίκος ἀπ’
τὴ Θεσσαλονίκη. Καὶ μοῦ λέει ὅτι πάλι εἶδε ὄνειρο σημαδιακὸ καὶ πὼς πρέπει νὰ ἐντείνουμε
τὶς προσευχές μας, γιατί ὁ Διονύσης θὰ γίνει καλά!
—Ναι, Σεβασμιώτατε, συνεχίζει, παίρνοντας τὸν λόγο ὁ
Νίκος. Τὸ βράδυ τῆς 26ης πρὸς τὴν 27η βλέπω πάλι νὰ βρίσκομαι στὸ Νοσοκομεῖο καὶ
νὰ θέλουν δυὸ μαυροφορεμένοι ἄνδρες, νὰ μᾶς πάρουν τὸν Διονύση, μέσα σὲ ἕνα μαῦρο
μεγάλο αὐτοκίνητο. Μετὰ ἀπὸ πολὺ ὥρα τὸ κατώρθωσαν, ἀλλὰ τὸ αὐτοκίνητο δὲν ἔφευγε.
Κάποιος νέος, ὄμορφος, ξανθός, μὲ ἕνα μικρὸ γενάκι καὶ μέχρι τὴ μέση τὸν
κατάξανθα σγουρὰ κυματιστὰ μαλλιά, ἐμφανίστηκε καὶ ἀφοῦ πῆρε καὶ ἔβαλε τὸν
Διονύση πάνω σε ἕνα κρεββάτι τοῦ Νοσοκομείου, μοῦ εἶπε: «Μὴν ἀνησυχεῖς! Ἀνοῖξτε
τοῦ μιὰ τρύπα ἐδῶ», δείχνοντας τὸ λαιμό του, «βάλτε τοῦ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς
στὰ χέρια του καὶ ἀφῆστε τὸν σὲ μένα». Τὸ πρόσωπό του ἔχυνε μιὰ γλυκεία λάμψη,
ποὺ σὲ γαλήνευε, σὲ πλημμύριζε εὐεξία καὶ ἐμπιστοσύνη.
—Σκεφθείτε Δέσποτα πῶς ἔνοιωσα, συνέχισε τώρα ἡ Ἑλένη, ὅταν
ἐνῶ ἄκουγα αὐτὸ ἀπὸ τὸ Νίκο, ἔρχονται οἱ γιατροί, μπαίνουν βιαστικὰ στὴν ἐντατικὴ
καὶ βγαίνοντας γρήγορα, ἔπαιρναν μαζί τους καὶ τὸν Διονύση στὸ χειρουργεῖο γιὰ
τραχειοτομή!!! Μᾶς εἶπαν ἐπὶ λέξει:
«Ἔχει χειροτερεύσει ἡ κατάστασή του. Τώρα ἔχει καὶ
πνευμονία μὲ ὑψηλὸ πυρετό. Τὸν πᾶμε ἀμέσως γιὰ τραχειοτομὴ νὰ τὸν προλάβουμε,
γιατί κινδυνεύει ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ πνιγεῖ»! Μετὰ ἀπὸ τὴν τραχειοτομή, τὸν
λυπήθηκε πράγματι ἡ ψυχή μου. Δὲν ζοῦσε. Τὰ μηχανήματα τὸν κρατοῦσαν φυτό!! Στὸ
σημεῖο αὐτὸ ἔχασα ὅσο θάρρος μου εἶχε ἀπομείνει. Λύγισα σὰν ἄνθρωπος καὶ χωρὶς
νὰ πῶ τίποτα σὲ κανέναν, ἔφυγα στὸ Ναύπλιο νὰ πάρω τὰ ροῦχα του γιὰ τὸ ἐπερχόμενο
μοιραῖο. Ἀπ' ἐκεῖ ἔφερα μαζί μου καὶ τὰ βιβλία τοῦ Ταξιάρχη, τὸ Ἱστορικὸ καὶ τὰ
θαύματά Του. Κάποιος, θαρρεῖς μέσα μου, μὲ ἔσπρωχνε νὰ τὰ πάρω ἀπὸ τὴ θεία μου
μαζί μου! Ὅταν ἐπέστρεψα καὶ εἶδα τὸν ἀδελφό μου ζωντανό, μετανοιωσα πικρὰ γιὰ
τὴν ὀλιγοπιστία μου. Ζήτησα ταπεινὰ συγγνώμη, γιὰ τὴν ἀδυναμία μου αὐτὴ καὶ
γονατιστὴ μέρα καὶ νύχτα ἔξω ἀπὸ τὴν ἐντατική, διάβαζα τὰ θαύματά Του καὶ
παρακαλοῦσα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μου.
Ὅσο διάβαζα τὸ βιβλίο μὲ τὰ θαύματα, τόσο ἔνοιωθα κοντά
μας τὴν παρουσία τοῦ Ἅγιου. Οἱ ἐλπίδες πάλι δειλὰ-δειλὰ ἐρχότανε νὰ πάρουν τὴ
θέση τῆς ἀπογοήτευσης καὶ ἀπόγνωσης καὶ σιγὰ-σιγὰ γιγάντωναν καὶ
πολλαπλασιάζονταν. Οἱ ἐνημερώσεις τῶν γιατρῶν δὲν μὲ προβλημάτιζαν πιὰ καὶ δὲν
μὲ ἐνδιέφεραν πολύ, παρ’ ὅλο ποὺ ἤτανε ἄσχημες! Κι αὐτὸ γιατί τώρα γνώριζα ὅτι
πάνω καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς, βρίσκεται ὁ Ἅγιος, κι ὅτι Αὐτὸς μόνο ἐπιμελεῖται τὸν
ἀδελφό μου. Τὰ βιβλία αὐτά μου ἔδωσαν τὴν ἠρεμία, τὴ δύναμη, τὴ δυνατὴ πίστη, τὴν
ὑπομονή, τὴν καρτερία.
Μὲ 40 πυρετὸ ἐπὶ 8 ἥμερες στὴν ἐντατικὴ πάλεψε μὲ τὸν
θάνατο ὁ Διονύσης, μὲ σύμμαχο τὸν Ταξιάρχη. Ὀκτὼ ὁλόκληρες ἡμέρες ἔμοιαζε μὲ
νεκρό. Οἱ γιατροὶ μᾶς ἔλεγαν ὅτι: «Δυστυχῶς χάνουμε ἐλπίδες, παρὰ κερδίζουμε»!
Καὶ τὴν ὀγδόη, μεγάλε μου Ἅγιε Ταξιάρχη! Ἄνοιξε τὰ μάτια του!!! Ἀπὸ τότε καὶ
μετά, κάθε μέρα καὶ ἕνα μηχάνημα ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸν ἀδελφό μου, μέχρι ποὺ ἔφυγε
καὶ τὸ τελευταῖο.
Οἱ γιατροὶ κατάπληκτοι ἔλεγαν: «Αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ
γίνει φυσιολογικὰ ἢ τουλάχιστον σὲ τέτοιο βαθμὸ καὶ σὲ τόσο λίγο χρόνο! Τὸ μυαλὸ
τοῦ ἀδελφοῦ σας ἦταν πράγματι "γιαούρτι". Μόνο ἕνα θαῦμα, στὴν
κυριολεξία, θὰ μποροῦσε νὰ τὰ δικαιολογήσει ὅλα αὐτά, μόνο ἕνα θαῦμα»!!!
Στὸ διάστημα τῶν 8 αὐτῶν ἡμερῶν, ποὺ ὁ Διονύσης μᾶς
πάλευε μὲ τὸν θάνατο, ἐπισκεφθήκατε Σεβασμιώτατε τὴν πρεσβυτέρα τοῦ πατρὸς
Χρήστου καὶ γνωρίσατε τὸν Διονύση μας. Ὁ πατὴρ Χρῆστος σᾶς εἶχε μιλήσει γιὰ τὰ ὄνειρα
τοῦ ξαδέλφου μου, τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνας καὶ σεῖς θελήσατε νὰ δεῖτε τὸν ἀδελφό
μου καὶ νὰ τὸν εὐλογήσετε. Νὰ ξέρατε τότε, Σεβασμιώτατε, τί κουράγιο καὶ δύναμη
μᾶς δίνατε, ὅταν μᾶς εἴπατε ὅτι: «Ἀφοῦ θέλησε ὁ Ταξιάρχης νὰ τὸν πάρει ὑπὸ τὴν
προστασία Του, μὴ φοβάστε, εἶναι μεγάλη εὐλογία καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Μόνο μὴ
χάνετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ προσεύχεστε ζεστά, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σας. Ὁ
Κύριος πάντοτε ἀνταποκρίνεται στὶς θερμὲς μεσιτεῖες τοῦ Ἀρχαγγέλου Του». Τὰ
λόγια Σᾶς αὐτά, Σεβασμιώτατε, ἦταν μιὰ ἀκόμη ἐπιβεβαίωση τῶν θαυμάτων τοῦ Ταξιάρχη,
ποὺ κάθε μέρα διαβάζαμε καὶ ξαναδιαβάζαμε. Ἡ παρουσία Σᾶς αὐτή, στὶς δύσκολες αὐτὲς
στιγμὲς τῆς ζωῆς μας, ἦταν εὐεργετική. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πάρα πολὺ μέσα ἀπ’ τὴν
καρδιά μας, γιὰ ὅλα.
«Παιδί μου», ψέλλισε συγκινημένος ὁ Δεσπότης μας, «ἐμεῖς
δὲν κάναμε τίποτα, ἐνώσαμε τὶς προσευχές μας, ὅπως εἴχαμε ὑποχρέωση, μαζὶ μὲ τὶς
δικές σας. Ὁ Κύριος πάντοτε δίνει ὅ,τι τοῦ ζητοῦνε, μὲ ἀληθινὴ πίστη, ὑπομονὴ
καὶ ἐπιμονή! Καὶ ἡ δική σας ἡ πίστη, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐπιμονὴ ἦταν πράγματι ὑποδειγματική.
Πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται
(Ματθ. ζ' 8)».
—Σεβασμιώτατε, παρὰ λίγο νὰ τὸ ξεχάσω, εἶπε ἡ Ἑλένη. Ὁ Ἀρχάγγελος
ἔκαμε καὶ δεύτερο θαῦμα!
—Τι παιδί μου;
—Η Ἑλένη Μαϊοράνου, ἦταν Πεντηκοστιανή. Λέω ἦταν, γιατί
τώρα δὲν εἶναι. Ὁ Ταξιάρχης, μὲ τὶς ἐπεμβάσεις Του, τὴν ἔκανε ὀρθόδοξη!!!
Ἦταν ἀποκλειστική του ἀδελφοῦ μου, μέσα στὴν ἐντατική. Σὰν
Πεντηκοστιανὴ δὲν πίστευε στὶς εἰκόνες καὶ ἑπομένως οὔτε καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ
Ταξιάρχη, ποὺ βρήκαμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Νοσοκομείου. «Μὴ πιστεύετε», μᾶς ἔλεγε
συνεχῶς, «μὴ πιστεύετε σὲ θαύματα καὶ μάλιστα θαύματα ἀπὸ εἰκόνες ἅγιων. Δὲν
γίνονται τέτοια πράγματα».
Ὅταν ὅμως ἔβλεπε ἀργότερα, τὴν ἐξέλιξη τῆς ὑγείας τοῦ
Διονύση, κλονίστηκε καὶ μᾶς εἶπε: «Ἂν πράγματι γίνει καλὰ ἐντελῶς ὁ Διονύσης, θὰ
πάω στὸν Μανταμάδο, στὸν Ταξιάρχη, στὴ θαυμαστή Του εἰκόνα καὶ τὸ δικό μου
παιδί»! Τὸ παιδὶ τῆς εἶχε κάποια ἄγνωστη ἀσθένεια. Φύγαμε ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο καὶ
σὲ δυὸ μῆνες ἔπρεπε νὰ τὸ ἐπισκεφτοῦμε πάλι γιὰ ἀξονικὴ ἐξέταση. Ὅταν ἀνεβήκαμε
στὴν νευρολογικὴ χειρουργική του Νοσοκομείου, βρήκαμε τὴν Ἑλένη, τὴν ἀποκλειστική
του Διονύση. Μόλις μᾶς εἶδε ἔμεινε ἄφωνη. Κάθισε γιὰ λίγο μαρμαρωμένη, σὰν νὰ ἔβλεπε
φαντάσματα καὶ ἔπειτα ἔτρεξε κατεπάνω μας καὶ μᾶς ἀγκάλιασε ὅλους δακρυσμένη.
«Τί κάνεις, Ἑλένη;» τὴ ρωτήσαμε. Ἐκείνη μᾶς παρέσυρε λίγο παράμερα καὶ μᾶς εἶπε:
«Τώρα πίστευω, τώρα πιστεύω. Εἶναι πιὸ φωτεινὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο ὅτι ἐσεῖς ἔχετε
δίκαιο, οἱ ὀρθόδοξοι. Ἀκοῦστε τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ: Χθὲς τὴ νύχτα εἶδα στὸ ὄνειρό
μου, ὅτι βρισκόμουν σὲ μιὰ γαληνεμένη θάλασσα καὶ ἦρθε καὶ μὲ συνάντησε κάποιος
νέος, ὡραῖος καὶ μελαψὸς καὶ μοῦ λέγει: "Πήγαινε αὔριο στὴ νευρολογικὴ
χειρουργική του Νοσοκομείου νὰ δεῖς καὶ νὰ πιστέψεις. Σοῦ ἔχω μιὰ μεγάλη ἔκπληξη".
Εἶμαι ἐδῶ ἀπὸ τὸ πρωί, γιατί πίστευα ὅτι αὐτὸς πού μου μίλησε στὸ ὄνειρό μου ἦταν
ὁ Ταξιάρχης! Καὶ νὰ ποὺ βλέπω τὸ Διονύση μᾶς ἀναστημένο! Γιατί, γιὰ
νεκρανάσταση πρόκειται. Ποτέ, μὰ ποτὲ δὲν πίστευα ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ μποροῦσε
νὰ γίνει καλὰ καὶ μάλιστα μὲ τέτοια διαύγεια τοῦ νοῦ ἔπειτα ἀπὸ τέτοια κάκωση
ποὺ εἶχε στὸν ἐγκέφαλό του. Αὐτὸ εἶναι πράγματι ἕνα θαῦμα, ἕνα ἀληθινὸ θαῦμα τοῦ
Ταξιάρχη! Τώρα πιστεύω καὶ μετανοιώνω ποὺ τόσα χρόνια ἤμουν σὲ τόση πλάνη!!! Μὲ
τὴν πρώτη εὐκαιρία θὰ πάω νὰ προσκυνήσω τὴν θαυμαστὴ εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ
καὶ νὰ Τοῦ ζητήσω νὰ μὲ συγχωρέσει».
—Ξέρετε, Σεβασμιώτατε, —μίλησε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ
Διονύσης—, ἂν οἱ δικοί μου χαίρονται, τόσο πολύ, γιὰ τὴ θεραπεία μου, ἄλλο τόσο
ἐγὼ χαίρομαι γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, τῆς κ. Ἑλένης. Εἶναι μιὰ ἀξιαγάπητη
κυρία καὶ σωστὸς ἄνθρωπος. Εἶμαι πολὺ εὐχαριστημένος, ποὺ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀτυχήματός
μου σώθηκε μιὰ ψυχή. «Οὐδὲν κακὸν ἀμιγὲς καλοῦ», ὅπως ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας.
Δόξα σοὶ ὁ Θεός!
Ὁ Σεβασμιώτατος σηκώθηκε. Πλησίασε τὸν Διονύση ποὺ μὲ τὴ
βοήθεια τῶν δικῶν τοῦ εἶχε σηκωθεῖ. Τὸν ἀσπάσθηκε σταυρωτὰ καὶ ἄφησε νὰ ἀκουμπήσει
τὸ κεφάλι τοῦ νέου στὸν ἀριστερό του ὦμο, χτυπώντας χαϊδευτικὰ τὴν πλάτη του. Εἶχαν
δακρύσει καὶ οἱ δυό τους καὶ ἡ συγκίνηση αὐτὴ εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ μέσα στὸ χῶρο
τοῦ Γραφείου τοῦ Ναοῦ καὶ μᾶς συνεπῆρε ὅλους. Ἔπειτα, δειλὰ-δειλὰ καὶ ἄχρωμα στὴν
ἀρχή, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου: «Τῶν οὐρανίων Στρατιῶν Ἀρχιστράτηγε...»
Τὸν ἀκολουθήσαμε ὅλοι μαζὶ συγκινημένοι...
Ἁγιορείτικη
Μαρτυρία
Τριμηνιαία
ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου
Τεῦχος
7
Μάρτιος
- Μάιος 1990