Σεβασμιότατε ποιμενάρχη μας
Αγαπητοί
μου ενορίτες του Αγίου Γεωργίου και των άλλων ενοριών του Βροντάδου, ο
Καθεδρικός μας ναός τελεί με θρησκευτική ευλάβεια από πολλών
δεκαετηρίδων πάνδημο μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των απ’ αιώνος
κεκοιμημένων γονέων και αδελφών Βρονταδουσίων, κατά τη διάρκεια του
κατανυκτικού εσπερινού της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών.
Η
όλη εκκλησιαστική εκδήλωση καθώς και το θείο κήρυγμα πριν από το
μνημόσυνο, ονομάζεται ΔΙΔΑΧΗ και κατ΄ άλλους των αδελφών τα κόλλυβα όπως
αναφέρεται στην ιστοσελίδα του ναού. ‘Όπως γράφει ο Kοσμάς ο Aιτωλός
κράτησε με θρησκευτική ευλάβεια τις διδαχές του πατέρα του. Για την
αποψινή διδαχή σκέφτηκα να γίνουμε κοινωνοί μερικών σκέψεων πάνω στο
θέμα της Παράδοσης στη ζωή της Εκκλησίας.
Η
Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας αποτελεί αλάθητη έκφραση των ενεργειών του
Θεού, και δεν είναι διάφορη και ανεξάρτητη από την Αγία Γραφή, η οποία
αποτελεί μέρος αυτής και καμία αντίθεση δεν υπάρχει στη διδασκαλία τους.
Η Εκκλησία βέβαια ποτέ δεν ξεχώρισε αυτές τις δύο πηγές.
Σύμφωνα
με την ερμηνεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπάρχουν στην Κ.Δ. αρκετά,
σαφή χωρία, που καθιστούν ισότιμη την Ιερά Παράδοση και την Αγία Γραφή:
"Αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε, είτε διά λόγου, είτε δι' επιστολής ημών" (Β' Θεσ. 2,15)
"Επαινώ δε υμάς αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε, καθώς παρέδωκα υμίν, τας παραδόσεις κατέχετε" (Α' Κορ. 11,2)
"Εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου, ό και παρέδωκα υμίν" (Α' Κορ. 11,23)
"Ω Τιμόθεε την παρακαταθήκην φύλαξον" (Α' Τιμ. 6,20)
"Το
λοιπόν ουν αδελφοί, ρωτώμεν υμάς και παρακαλούμεν εν Κυρίω Ιησού, καθώς
και παρελάβετε παρ' ημών το πως δει υμάς περιπατείν και αρέσκειν Θεώ "
(Α' Θεσ. 4,1-2)
Ιερά
Παράδοση, Αποστολική Παράδοση ή και απλώς Παράδοση, στην Ορθόδοξη
Θεολογία αποκαλείται η διδασκαλία που προέρχεται από το προφορικό
κήρυγμα του Χριστού και των Αποστόλων, μια διδασκαλία που φυλάχθηκε στη
ζωή και τη συνείδηση της Εκκλησίας, υπό την επιστασία του Αγίου
Πνεύματος.
«α και... παρελάβετε... ταύτα πράσσετε»
Αυτό
μας βεβαιώνει σήμερα ο Απ. Παύλος: «Όσα εμάθετε, και παρελάβετε, και
ακούσατε, και είδατε σε μένα, αυτά να πράσσετε». Καλώντας ο Απόστολος
τους Φιλιππησίους και όχι μόνο να ακολουθούν εκείνα, που με όλους τους
δυνατούς τρόπους προσλήψεως πήραν από αυτόν, υπογραμμίζει κατά τον
πληρέστερο τρόπο την έννοια της Παραδόσεως, στην ζωή της Ορθοδοξίας.
Είναι
σημαντικό, ότι ο Απόστολος Παύλος δεν συνιστά να διαφυλάξουν απλώς οι
αναγνώστες της επιστολής του αυτά, που πήραν από εκείνον, αλλά ζητεί και
να τα εφαρμόσουν. Μιλεί για πράξη, για ζωή. Τους προτρέπει να τα
ζήσουν. Γιατί αυτό ακριβώς είναι η Εκκλησία ως Ορθοδοξία. Μια αδιάκοπη
συνέχεια ζωής, που εκφράζεται με τον όρο παράδοση. Η πορεία της
Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, μέσα στους αιώνες δεν συνιστά μετάδοση σε
κάθε επερχόμενη γενεά μιας άψυχης μαρτυρίας, που περιορίζεται σε μερικά
«ομολογιακά» κείμενα. Είναι η μετάδοση μιας εμπειρίας, μέσα στην οποία
«παρατείνεται», η Ζωή του Χριστού. Με την σάρκωσή Του ο Λόγος του Θεού
και την είσοδό Του στην ιστορία έφερε ένα νέο τρόπο ζωής στον κόσμο.
Καλεί δε κάθε άνθρωπο να ενταχθεί στο Σώμα Του, στην Εκκλησία, για να
ζει μέσα στην εν Χριστώ κοινωνία, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και σε
αγάπη και ειρήνη με τους αδελφούς του. Γιατί, όπου υπάρχει αυτός ο
τρόπος ζωής, «ο Θεός της ειρήνης» -μας βεβαιώνει ο Απόστολος- είναι μαζί
μας.
Τούτο
εκφράζεται συμβολικά, αλλά συνάμα και ρεαλιστικά, σ’ ένα κεντρικότατο
γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής, την χειροτονία του Πρεσβυτέρου. Μετά
τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ο Επίσκοπος παραδίδει στον
νεοχειροτονημένο τον καθαγιασμένο «Άγιον Άρτον» και του λέγει: «Λάβε την
παρακαταθήκην ταύτην και φύλαξον αυτήν, έως της παρουσίας του Κυρίου
ημών Ιησού» Πιο κατανοητή έκφραση του γεγονότος της παραδόσεως δεν
μπορεί να υπάρξει. Ο Χριστός, ως πίστη - λατρεία -ζωή, πρέπει να
μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και από γενεά σε γενεά, για να
σώζεται σε κάθε εποχή μέσα στην Εκκλησία ο κόσμος.
Παράδοση
γνήσια υπάρχει, λοιπόν, όπου υπάρχουν και Άγιοι, οι αληθινοί και
αυθεντικοί φορείς της. Αλλά τούτο δεν μπορεί να συμβεί έξω από την Μία
Εκκλησία, την Εκκλησία των Αγίων. Ο άγ. Ειρηναίος (β’ αι.), γνωστός, ως
«Θεολόγος της παραδόσεως» διδάσκει, ότι μόνο στη Μία Εκκλησία -και όχι
στις κάθε λογής αιρέσεις- βρίσκεται η «παράδοση του Χριστού και των
Αποστόλων Του», αφού η ίδια η Εκκλησία είναι η Παράδοση. Και μέσα στην
Εκκλησία, τα Πρόσωπα (Επίσκοποι -Πρεσβύτεροι) συνιστούν, πάνω από κάθε
κείμενο, την αμετακίνητη εγγύηση για την γνησιότητα της παραδόσεώς της.
Όπου υπάρχει στον κόσμο η Μία Εκκλησία (η Ορθοδοξία), υπάρχει και
ενότητα παραδόσεως, που εκφράζεται ως ενότητα πίστεως, λατρείας και
ζωής. Την ενότητα αυτή καμμιά εξωτερική διαφορά (γλώσσα, έθιμα,
πολιτισμός) δεν είναι δυνατόν να καταστρέψει.
Στη
Δύση, η αλλοίωση της παραδόσεως μέσα στο φραγκικό - περιβάλλον, οδήγησε
στο σχίσμα Ανατολής - Δύσεως. Κατά τους αγίους μας Πατέρες, όπου
εμφανίζεται αίρεση, εκεί έχει προηγηθεί αλλοίωση της παραδόσεως.Τα
βιβλία της Καινής Διαθήκης άρχισαν να γράφονται είκοσι περίπου έτη μετά
την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την κάθοδο του Αγίου
Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, το τελευταίο από αυτά
συγγράφηκε περί το 90 μ.Χ.. Έως ότου λοιπόν γραφούν όλα τα βιβλία της
Καινής Διαθήκης και αποτελεσθεί ο Κανόνας (η συλλογή των βιβλίων) της Κ.
Διαθήκης, η διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων παραδιδόταν από
στόμα σε στόμα προφορικά. Επιπλέον στα Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της
Κ. Διαθήκης δεν γράφτηκαν όλα όσα δίδαξε και είπε και έκανε ο Κύριος.
Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης Είναι τόσο πολλά αυτά που έκανε και
είπε ο Ιησούς Χριστός, ώστε, εάν γράφονταν ένα-ένα λεπτομερώς δεν θα
χωρούσαν όλα τα βιβλία του κόσμου. Γραπτώς αλλά και προφορικώς λοιπόν
παραδόθηκαν από τους αγίους Αποστόλους στους διαδόχους τους και από
εκείνους στους δικούς τους διαδόχους και έφθασαν μέχρι σε μας αυτές οι
διδασκαλίες. Τοιουτοτρόπως η Ιερά Παράδοση βάσει πάντοτε της Αγίας
Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως και της λατρευτικής ζωής της
ολοένα αναπτυσσομένης Εκκλησίας ολοκληρώθηκε και συμπληρώθηκε τον όγδοο
αιώνα με την έβδομη Αγία και Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787 μ.Χ..
Έτσι σύμφωνα με τη ζωή της Εκκλησίας και τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής
και της Αποστολικής. Παραδόσεως απαρτίσθηκε η ιερή Εκκλησιαστική
Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία δεν αναφέρονται μεν
συγκεκριμένα στην Αγία Γραφή, είναι όμως σύμφωνα με τη διδασκαλία της.
Η
Ιερή Παράδοση περιέχει ό,τι διδάσκει και η Αγία Γραφή, αλλά και μερικά
που, όπως και παραπάνω είπαμε, δεν τα έχει η Αγία Γραφή. Να αναφέρουμε
μερικά παραδείγματα προς κατατόπισή μας. Το να κτίζουμε τις εκκλησίες
μας και να προσευχόμαστε κατά Ανατολάς καθώς και το τι να λέμε στις
προσευχές μας δεν το λέει η Γραφή, είναι της Παραδόσεως. Ομοίως το να
κάνουμε το σημείο του Σταυρού όταν περνάμε μπροστά από εκκλησία να
φυλάμε το χέρι του ιερέα και αυτό της Παραδόσεως είναι. Η τέλεση του
Βαπτίσματος, όπως γίνεται, η ευλογία του ύδατος της ιερής κολυμβήθρας, ο
νηπιοβαπτισμός, η χρίση του βαπτιζομένου με άγιο έλαιο, η τριττή
κατάδυση στο νερό της κολυμβήθρας, η χρίση και σφράγιση του βαπτισθέντος
με το Άγιο Μύρο, της Παραδόσεως είναι και αυτά. Να μάθουμε να
πηγαίνουμε από μικρά παιδιά στην εκκλησία , να φορένουμε να πιάνουμε τα
εξαπτέρυγα και αργότερα τα λάβαρα στις περιφορές και τις λιτανείες η
μητέρα μας και η γιαγιά μας μας το έμαθε. Από την Παράδοση επίσης είναι ο
τρόπος, κατά τον οποίο τελείται η θεία Λειτουργία, όπως και οι διάφοροι
λειτουργικοί τύποι, οι ευχές μυστικά ήεκφώνως της αγίας Αναφοράς και
του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, ο τρόπος της κοινωνίας των πιστών.
Ακόμα πότε πρέπει να κτυπούν ή πλέον να κτυπιούνται οι καμπάνες, πότε να
τοποθετείται το μανουάλι μπροστά από το Χριστό ή την Παναγία, πότε ο
ιερέας να φέρει έμπροσθεν στο Ευαγγέλιο την Ανάσταση ή την Σταύρωση.
Ακόμη οι νεκρώσιμες ακολουθίες, τα μνημόσυνα, τα μνημονεύματα ζώντων και
τεθνεώτων και άλλα. Όλα αυτά τα διδασκόμαστε από την άγραφη, όπως ήταν
στην αρχή, Παράδοση. Αυτή λοιπόν η Ιερή Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει
την Αποστολική Παράδοση και την Εκκλησιαστική Παράδοση, είναι η δεύτερη
πηγή της Ορθοδόξου πίστεως. Σαν επίλογος και επισφράγιση της Ιερής
Παραδόσεως τέθηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο οι εξής λόγοι: «Οἱ
προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ
Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν… ὁ Χριστός ὡς
ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν… Αὕτη ἡ
πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν
Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε».
Πράγματι
κοντεύει η δική μας γενιά να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του ενεργούς ή
όχι ποιμνίου της εκκλησίας. Οι μεγαλύτεροι φεύγουν και όσα προλάβαμε να
μάθουμε από αυτούς το μάθαμε. Πλησιάζει η ώρα που θα πρέπει και μείς
τώρα να μεταφέρουμε και να παραδώσουμε στα παιδιά μας στους μαθητές μας
ότι κληρονομήσαμε. Είμαστε όντως τυχεροί που κάποιοι συμπολίτες μας
κατέγραψαν τις παραδόσεις όπως τις έμαθαν και τις βίωσαν οι ίδιοι. Ωστόσο
ένα βασικό στοιχείο της παράδοσης είναι να μεταφέρεται από γενιά σε
γενιά προφορικά. Η παράδοση όσο και αν μας φαίνεται περίεργο γράφεται σε
περιόδους παρακμής της πολιτιστικής και εκκλησιαστικής μας συνέχειας
και όχι σε περίοδο ακμής. Γιατί να γράψομε κάτι αφού μπορούμε ανά πάσα
στιγμή να βρούμε έναν μεγαλύτερο και πρώτα απ’ όλα τους γονείς και τους
παππούδες μας για να μας το θυμίσει και να μας κατατοπίσει σε οτιδήποτε
μας διαφεύγει; Όταν όμως οι μεγαλύτεροι φεύγουν τότε νοιώθουμε μετέωροι
και το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μας.
Έχουμε
λοιπόν οι νεότεροι χρέος έναντι των παιδιών και των μαθητών μας να
τους παραδώσουμε ανόθευτα όσα μάθαμε κι εμείς από τους γονείς μας και
τους παππούδες μας ώστε μεγαλώνοντας να μη μας κατηγορήσουν ότι τους
αφήσαμε χωρίς βιώματα και παραδείγματα.
Σταύρος Στείρος