Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Γενηθήτω το θέλημά ΜΟΥ!

Κάποτε ένας χριστιανός πήγε σε ένα γέροντα να τον παρακαλέσει να προσευχηθεί στον Θεό για να του πραγματοποιήσει κάποια χάρη που ζητούσε. Αφού επέμενε, ο γέροντας άρχισε να προσεύχεται:
"Πάτερ ἡμών ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς,ἀγιασθήτω τὸ όνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γενηθήτω τὸ θέλημά ΜΟΥ "
-Μα τι λες γέροντα, δε λέει έτσι!
-Μα εσύ παιδί μου, του είπε ο γέροντας , δε ζητάς να γίνει το θέλημα του Θεού, αλλά το δικό σου!
Ο χριστιανός το κατάλαβε και μετανόησε...

Πηγή: Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου Θηβών

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Συλλογή ΜΟΝΟ κλινοσκεπασμάτων στην Ιματιοθήκη
Λόγω της αυξημένης ζήτησης, σε κλινοσκεπάσματα (κουβέρτες, σεντόνια), όποιος από τους αδελφούς μας, έχει και θέλει να προσφέρει κάτι από τα παραπάνω είδη, μπορεί να τα παραδίδει στην Ιματιοθήκη της Αγάπης της Ιεράς Μητροπόλεως μας, που στεγάζεται στην Ιερά Μονή του Αγίου Στεφάνου, στην Κλειδού, στο Βροντάδο κατά τις ακόλουθες ημέρες: Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη και ώρες 9 το πρωί με 12:30 το μεσημέρι. Όσον αφορά τον γενικό ιματισμό, όπως ήδη γνωρίζεται, θα μπορείτε να προσφέρεται από το νέο έτος. Σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων.

Εκ της Ιματιοθήκης της Αγάπης
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
30 Νο­ε­βρί­ου 2014 - Τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­ου
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 48
Τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­ου
30 Νο­ε­βρί­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου α΄ 35 - 52

Μὲ τὸ κλεί­σι­μο τοῦ φθι­νο­πώ­ρου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, σή­με­ρα 30 Νο­εμ­βρί­ου, γι­ορ­τά­ζου­με τὴ μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Ευχή εις τό Άγιον Πνεύμα

Σοί τω μόνω αγαθώ και παναγίω και ζωοποιώ Πνευματι προσπίπτω έγώ ό πάσης τιμωρίας ένοχος, και πάσης κολάσεως υπεύθυνος. Σέ τήν αίδιον και όντως ζωήν, τό αληθινόν και ανέσπερον φως, τόν Κύριόν μου και Θεόν, ικετεύω μή εις τέλος καταβολή με ό έξ εναντίας, άλλα συ βασίλευσον έν εμοί, ή παντοδύναμος και ανεκφώνητος δύναμις, (τό υπερπλήρες και απερίληπτον καί ανέκβατον κράτος, ή πάσα αγαθότης καί παντός αγαθού καί καλού αιτία. Τό ανακαινίζον πάσαν φύσιν της κτίσεως, έξ ου οι ασθενείς ισχυροί, παρ' ου ή αναγέννησις ημών καί ανάπλασις καί πάσα επίγνωσις. Παρ' ου τόν λυτρωτήν ημών καί Σωτήρα Κύριον οράν φωτιζόμεθα, δι' ού τά πάντα ζώσι καί διαμένουσι, ή άρρητος σοφία, ή υπέρ αίσθησιν γνώσις, ή απερινόητος έλλαμψις, ή πάσα ζωή, ή πάσα δύναμις, ή πάσα δόξα, ό πάντων προνοητής καί ελεήμων Θεός).

Καί όλον σοί γενέσθαι, καί ζην με του λοιπού κατά τό σόν ευδόκησον θέλημα ανέγειρόν μου τά μέλη ά κατέρραξεν η αμαρτία, φώτισόν μου τήν καρδίαν ήν εσκότισεν η πονηρά επιθυμία, καί τήν νεκρωθείσαν ψυχήν μου ταίς αμαρτίαις ανάστησον. Παύσόν μου των παθών τάς τρικυμίας, ελέησόν μου τήν πενίαν καί συνέτισαν μου τήν αναισθησίαν, ρύσαί με από παντός πολέμου ένδοθεν ή έξωθεν επισυνιστώτός μοι, ρύσαί με άπό παντός έργου πονηρού, καί συγχώρησον πάντα τά της εμής παρανομίας πλημμελήματα, και ένθου έν εμοί τήν σήν τελείαν άγάπην.

Έγγραψον το όνομα του δούλου σου έν βίβλω ζωής, και χάρισαί μοι τέλος αγαθόν, όπως αράμενος νίκος κατά του διαβόλου, προσκυνήσω ανεπαισχύντως ενώπιον του θρόνου της βασιλείας σου. Γενέσθω σοι η καρδία μου, Δέσποτα, γή αγαθή, δεχόμενη σπόρον καλόν, και δροσίσαι η χάρις σου είς αυτήν δρόσον ζωής αιωνίου, θερίσαι δέ η χάρις σου έξ αυτής δράγμα καλόν, προσκύνησιν μετά κατανύξεως, εγκράτειαν, αγρυπνίαν, δάκρυα. Επίστρεψον, ψυχή μου, είς τήν ανάπαυσίν σου τη νηστεία, επίστρεψον, ψυχή μου, είς τήν μάνδραν του παραδείσου τη κακοπαθεία και θλίψει.

Ευρεθείη ή ψυχή μου, Κύριε, έν τω φωτί σου εκείνω τω ανεκλαλήτω μετά του χορού των αγίων σου.

Ναί, Δέσποτα των απάντων, ακατάληπτε και ακατανόητε, επάκουσόν μου του αχρείου και αναξίου δούλου σου, ευόδωσόν με διελθείν και διανύσαι τήν στενήν και τεθλιμμένην οδόν, Ίνα αξιωθώ τυχείν των επαγγελιών σου, και κράζω έν τρυφή παραδείσου.

Δόξα Πατρί αθανάτω, καί Υίώ αθανάτω καί Πνεύματι αγίω αθανάτω, μεγαλοπρέπεια, προσκύνησις, είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. χαρᾶς. Νά Τοῦ πεῖ τό ὁλόθερμο «εὐχαριστῶ» της γιά τόν «ἄγγελο», τόν Πνευματικό της, πού ἀποκύλισε τόν λίθο ἀπʼ τήν ψυχή της. Νά Τοῦ πεῖ τό πηγαῖο «εὐχαριστῶ» της, γιατί στόν ὠκεανό τῆς ἀγάπης Του ἔσβησε ἡ φωτιά πού ἔφερνε ἀσφυξία στήν ψυχή της.

Πηγή: Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Η ιστορία και η σημασία του κομποσχοινιού


- Γέροντα, ποιά σημασία έχει το κομποσχοίνι;
- Το κομποσχοίνι είναι μια κληρονομιά, μια ευλογία, που μας έχουν αφήσει οι Άγιοι Πατέρες μας. Και μόνο γι’ αυτό έχει μεγάλη αξία. Βλέπεις, σε κάποιον αφήνει ο παππούς του μια κληρονομιά ένα ασήμαντο πράγμα και το έχει μετά σαν φυλαχτό, πόσο μάλλον το κομποσχοίνι που μας το άφησαν κληρονομιά οι Άγιοι Πατέρες!
Παλιά, που δεν υπήρχαν ρολόγια, οι μοναχοί μετρούσαν την ώρα της προσευχής με το κομποσχοίνι, αλλά οι κόμποι του κομποσχοινιού ήταν απλοί. Κάποτε ένας ασκητής έκανε πολύ αγώνα, πολλές μετάνοιες κ.λπ., και ο διάβολος πήγαινε και έλυνε τους κόμπους του κομποσχοινιού του. Έκανε – έκανε μετάνοιες ο καημένος και απέκαμε, γιατί δεν μπορούσε να τις μετρά, αφού ο διάβολος του έλυνε συνέχεια τους κόμπους. Τότε παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου και του δίδαξε πώς να πλέκη τους κόμπους, ώστε σε κάθε κόμπο να σχηματίζωνται εννέα σταυροί. Ο διάβολος μετά, ο οποίος τρέμει τον σταυρό, δεν μπορούσε να τους λύση. Έτσι κάθε κόμπος του κομποσχοινιού έχει εννέα σταυρούς, που συμβολίζουν τα εννέα τάγματα των Αγγέλων.
 
- Γέροντα, τι σημαίνουν οι τριάντα τρεις, οι πενήντα, οι εκατό και οι τριακόσιοι κόμποι που έχουν τα κομποσχοίνια;
- Μόνον ο αριθμός τριάντα τρία είναι συμβολικός συμβολίζει τα τριάντα τρία χρόνια που έζησε ο Χριστός επάνω στην γη. Οι άλλοι αριθμοί απλώς μας βοηθούν να μετράμε τις μετάνοιες που κάνουμε ή πόσες φορές θα πούμε την ευχή.
Μερικές μηχανές έχουν ένα σχοινί με μια χειρολαβή στην άκρη και, όταν θέλης να τις βάλης μπρος, τραβάς μερικές φορές το σχοινί με δύναμη, μέχρι να ξεπαγώσουν τα πνευματικά λάδια. Έτσι και το κομποσχοίνι είναι το σχοινί το οποίο τραβάμε μία - δύο - πέντε - δέκα φορές και ξεπαγώνουν τα πνευματικά λάδια και παίρνει μπρος η πνευματική μηχανή της αδιάλειπτου προσευχής, οπότε δουλεύει μετά μόνη της η καρδιά στην ευχή. Αλλά, και όταν η καρδιά πάρη μπρος στην ευχή, και πάλι δεν πρέπει να καταργήσουμε το κομποσχοίνι, για να μην παρακινηθούν και άλλοι να το καταργήσουν, ενώ δεν πήρε ακόμη μπρος η καρδιά τους στην ευχή.
- Όταν, Γέροντα, κρατώ το κομποσχοίνι μου και λέω την ευχή μηχανικά, μήπως υπάρχει κίνδυνος ανθρωπαρέσκειας;
- Αν κάνης κομποσχοίνι εξωτερικά από ανθρωπαρέσκεια, ακόμη και τα χέρια σου να ξεφλουδίσης, σε τίποτε δεν θα σε ωφελήση. Μόνον κούραση θα σου φέρη και την ψευδαίσθηση ότι δήθεν ασχολείσαι με την νοερά προσευχή.
- Γέροντα, εγώ δεν έχω συνηθίσει να κρατώ κομποσχοίνι.
- Το κομποσχοίνι να το κρατάς, για να μην ξεχνάς την ευχή, την οποία πρέπει να εργάζεσαι εσωτερικά, στην καρδιά. Όταν μάλιστα βγαίνης από το κελλί σου, να θυμάσαι ότι ο εχθρός είναι έτοιμος για επίθεση. Γι’ αυτό, να μιμήσαι τον καλό στρατιώτη που βγαίνοντας από το πολυβολείο έχει πάντοτε «ανά χείρας» το αυτόματο όπλο. Το κομποσχοίνι έχει μεγάλη δύναμη είναι το όπλο του μοναχού και οι κόμποι είναι σφαίρες, που θερίζουν τα ταγκαλάκια.

«Περί Προσευχής», Λόγοι ζ'

Πηγή: Αγάπη εν Χριστώ

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Κυριακή ΚΔ΄(Λουκά Θ'): «... ο Χριστός είναι για μας ειρήνη.»

Το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα αγαπητοί μου αδελφοί, προέρχεται από την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους χριστιανούς της Εφέσου. Πριν όμως εμβαθύνουμε στο περιεχόμενό του ας το ξανακούσουμε με πιο απλά λόγια στην καθημερινή μας γλώσσα.

Γράφει ο Απόστολος Παύλος:  «Αδελφοί μου, πραγματικά ο Χριστός είναι για μας η ειρήνη. Αυτός έκανε τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους έναν λαό και γκρέμισε με τον σταυρικό του θάνατο ό,τι σαν τείχος τους χώριζε και προκαλούσε έχθρα μεταξύ τους. Κατήργησε δηλαδή τον ιουδαϊκό νόμο των εντολών και των διατάξεων, για να δημιουργήσει με το έργο Του από τα δύο εχθρικά μέρη, από τους Ιουδαίους και τους εθνικούς, μία νέα ανθρωπότητα, φέρνοντας την ειρήνη. Κι αφού θανάτωσε με τον Σταυρό Του την έχθρα, ένωσε τους δύο πρώην εχθρούς σε ένα σώμα και τους συμφιλίωσε με τον Θεό. Έτσι, ο Χριστός ήρθε κι έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης σ’ εσάς τους εθνικούς, που ήσασταν μακριά από το Θεό, και σε σας τους Ιουδαίους, που ήσασταν κοντά του. Πραγματικά, διά του Χριστού μπορούμε μ’ ένα πνεύμα και οι δύο, εθνικοί και Ιουδαίοι, να πλησιάσουμε τον Πατέρα. Δεν είστε, λοιπόν, πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στον λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού. Προστεθήκατε κι εσείς στο οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες, κι ακρογωνιαίο λίθο Αυτόν τον ίδιο τον Χριστό. Μ’ αυτόν, ολόκληρο το οικοδόμημα δένεται και μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον Κύριο. Ο Κύριος οικοδομεί κι εσάς μαζί με τους άλλους, για να γίνετε πνευματική κατοικία του Θεού»(Εφεσίους, κεφ. 2, στίχ. 14-22).
  
Ζούσαν οι χριστιανοί της Εφέσου μέσα σε ένα πολύ αρνητικό γι’ αυτούς  περιβάλλον, όπου κυριαρχούσε ο θρησκευτικός φανατισμός. Αντιμετωπίζονταν με εχθρότητα από το θρησκευτικό κατεστημένο -ειδωλολατρικό και ιουδαϊκό-, βάζοντας πολλές φορές σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους. Κι αυτά προκαλούσαν όπως ήταν φυσικό, έντονο προβληματισμό για το πώς θα έπρεπε οι ίδιοι να τα αντιμετωπίσουν ή και να αντιδράσουν.

Στον προβληματισμό τους, απαντά ο Απόστολος του Θεού της ειρήνης, καλώντας τους να αντιμετωπίσουν πνευματικά τη δοκιμασία. Τους παρακινεί να στραφούν προς το γλυκύτατο πρόσωπο του Ιησού Χριστού που «...πραγματικά είναι για μας η ειρήνη» μια που «...γκρέμισε με τον σταυρικό του θάνατο ό,τι σαν τείχος τους χώριζε και προκαλούσε έχθρα μεταξύ τους... για να δημιουργήσει με το έργο Του ... μία νέα ανθρωπότητα, φέρνοντας την ειρήνη».  Όμως δεν σταμάτησε εκεί. «Κι αφού θανάτωσε με τον Σταυρό Του την έχθρα, ένωσε τους ...πρώην εχθρούς σε ένα σώμα και τους συμφιλίωσε με τον Θεό». Έτσι κατόρθωσε ο Ιησούς να επιτευχθεί η πραγματική ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους και μεταξύ ανθρώπων και Θεού.

Θα αναρωτιόταν όμως κανείς: «μα ποιά ειρήνη πέτυχε ο Χριστός; παντού γύρω μας κυριαρχεί ο πόλεμος και οι διαμάχες; για ποια ειρήνη μας μιλάτε;». Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος απαντά στην εύλογη αυτή απορία λέγοντας: «Ως ειρήνη εννοώ όχι εκείνη του απλού χαιρετισμού, ούτε εκείνη των συμποσίων, αλλά την κατά Θεό ειρήνη, την ειρήνη της πνευματικής ομόνοιας». Και κάπου αλλού λέει: «Ειρήνη δεν είναι μόνο αυτή η αισθητή, αλλά κι αυτή που βρίσκεται υψηλότερα απ’ αυτή κι απ’ την οποία γεννιέται αυτή κι εύχεται να μη φιλονικεί η ψυχή με τον εαυτό της, εισάγοντας μέσα της τον πόλεμο των παθών».  Συνεπώς όταν μιλάμε εδώ για ειρήνη, εννοούμε κυρίως την εσωτερική μας ειρήνη, αυτή που μόνο η αγάπη προς τον Θεό και το συνάνθρωπο μπορεί να μας εξασφαλίσει.
Γιατί τι είναι αυτό που προκαλεί τις διαμάχες μεταξύ των ανθρώπων; Δεν είναι ο εγωισμός του ανθρώπου; Και ο εγωισμός δεν είναι η αρρωστημένη αγάπη στον εαυτό μας και συγχρόνως η έλλειψη αγάπης για τους γύρω μας και το Θεό μας; Όταν λοιπόν με την ανακαινιστική δύναμη του Χριστού κατορθώσουμε να αποκαταστήσουμε μέσα μας την αγάπη, δεν θα επιτύχουμε συγχρόνως και την εσωτερική μας ειρήνη; Κι αν γίνει αυτό τότε δεν θα πάψουν οι συγκρούσεις μεταξύ μας, οι πόλεμοι και όλα τα κακά; Να λοιπόν πού βρίσκεται η λύση, στην επίτευξη της εντός μας ειρήνης.

«Γι’ αυτό -σύμφωνα πάλι με τον ιερό Χρυσόστομο- προσευχόμαστε και λέμε παρακαλώντας για «άγγελο ειρήνης» και παντού ζητούμε ειρήνη. Γιατί τίποτα δεν είναι ίσο προς αυτήν. Στις Εκκλησίες ζητούμε ειρήνη, στις προσευχές, στις παρακλήσεις, στις προσφωνήσεις και ο προεστώς της Εκκλησίας δίνει αυτήν και μία και δύο και τρεις και πολλές φορές, λέγοντας, «ειρήνη πάσι». Γιατί; Γιατί αυτή είναι η μητέρα όλων των αγαθών, αυτή είναι προϋπόθεση της χαράς». Ας προσπαθήσουμε κι εμείς αδελφοί μου να την επιτύχουμε με τη χάρη του Θεού. Αμήν.

αρχιμ.Διονύσιος Ανθόπουλος

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Γεννηθήτω το θέλημά Σου…

Φιλάνθρωπε Κύριε, δεν λησμόνησες τον αμαρτωλό δούλο σου, αλλά γεμάτος έλεος με είδες από τη δόξα σου και μου εμφανίστηκες με ακατάληπτο τρόπο! Εγώ, πάντοτε σε προσέβαλλα και σε λυπούσα. Συ όμως, Κύριε, για τη μικρή μου μετάνοια μου έδωσες να γνωρίσω τη μεγάλη σου αγάπη και την άμετρη αγαθότητά σου.
Το ιλαρό και πράο βλέμμα σου έθελξε την ψυχή μου. Τί να σου ανταποδώσω, Κύριε, ή ποιόν αίνο να Σου προσφέρω; Συ δίνεις τη χάρη σου, για να καίγεται αδιάλειπτα η καρδιά μου από αγάπη, και δεν βρίσκει πια ανάπαυση ούτε νύχτα ούτε μέρα από τη θεϊκή αγάπη. Η θύμησή σου θερμαίνει την ψυχή μου, που τίποτε στη γη δεν την αναπαύει εκτός από Σένα. Γι’ αυτό με δάκρυα Σε ζητώ, και πάλι ποθεί ο νους μου τη γλυκύτητά σου… Κύριε, δώσε μου να αγαπώ μόνον Εσένα. Συ με έπλασες, Συ με φώτισες με το άγιο Βάπτισμα, Συ συγχωρείς τα αμαρτήματά μου και μου δίνεις τη χάρη να κοινωνώ το τίμιο Σώμα και Αίμα σου. Δώσε μου τη δύναμη να μένω πάντα κοντά σου. Κύριε, δώσε μου τη μετάνοια του Αδάμ και την άγια ταπείνωσή σου.
Αμήν

Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου

Πηγή: lllazaros

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

23 Νοεμβρίου 2014 - Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 47
Κυ­ρια­κὴ Θ΄ Λου­κᾶ
23 Νο­ε­βρί­ου 2014
Λου­κᾶ ιβ΄ 16 - 21

Ὁ ζῆ­λος τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὄ­χι γιὰ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ πλοῦ­το ποὺ κα­τα­ξι­ώ­νει τὴν ὕ­παρ­ξή του ὡς «εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ» ἀλ­λὰ γιὰ τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση ὑ­λι­κῶν στη­ριγ­μά­των, τὸν ἀ­φή­νει πολ­λὲς φο­ρὲς με­τέ­ω­ρο καὶ ξε­κρέ­μα­στο μὲ φο­βε­ρὲς πα­ρε­νέρ­γει­ε­ς ὡς πρὸς τοὺς προ­σα­να­το­λι­σμούς του.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται


Θυμάστε ασφαλώς αυτό που λέει ο Απ. Παύλος στη δεύτερη επιστολή του στους Κορινθίους (12:9): «η δύναμίς μου εν ασθένεια τελειούται». Η ασθένεια «εδώ δεν είναι η αδυναμία που δείχνουμε όταν αμαρτάνουμε και ξεχνάμε το Θεό. Αλλά είναι η συναίσθηση της αδυ­ναμίας μας που μας κάνει να παραδίνουμε τον εαυτό μας ολοκληρωτικά και ειλικρινά στα χέρια του Θεού. Ε­μείς όμως προσπαθούμε να είμαστε δυνατοί και εμποδί­ζουμε το Θεό να φανερώσει τη δύναμη Του.
Σίγουρα θα θυμάστε πως διδαχτήκατε να γράφετε ό­ταν είσαστε μικροί. Η μητέρα σας πήρε ένα μολύβι και το έβαλε ανάμεσα στα δάχτυλα σας. Πήρε έπειτα το χέρι σας μέσα στο δικό της και άρχισε να το μετακινεί πάνω στο χαρτί. Επειδή δεν ξέρατε καθόλου τι επρόκειτο να κάνει, αφήνατε το χέρι σας εντελώς ελεύθερο μέσα στο δικό της. Ακριβώς αυτό εννοώ όταν λέω πως η δύναμη του Θεού φανερώνεται μέσα στην αδυναμία μας.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη βάρκα με πανιά. Τα πανιά είναι ευαίσθητα στον αέρα και τα χρησιμο­ποιούν για να κινήσουν τη βάρκα, ακριβώς γιατί είναι ευαίσθητα και παρασύρονται εύκολα. Αν, αντί για πανιά, εσείς βάλετε μια γερή σανίδα, δεν θα κάνετε τίποτε, η βάρκα δεν πρόκειται να κινηθεί. Είναι το λεπτό και ευαί­σθητο πανί που δέχεται τον αέρα και κινεί τη βάρκα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με ένα σιδερένιο και ένα χειρουργικό γάντι.
Πόσο γερό και δυνατό είναι το σιδερένιο γάντι! Και πόσο λεπτό και μαλακό είναι ένα χειρουργικό, που όμως σε επιδέξια χέρια μπορεί να κάνει θαύματα ακριβώς ε­πειδή είναι τόσο λεπτό καί ευαίσθητο!
Έτσι, λοιπόν, ε­κείνο που ο Θεός συνέχεια προσπαθεί να μας διδάξει είναι να αντικαταστήσουμε την υποτυπώδη ή ελάχιστη δύ­ναμη, που νομίζουμε πως έχουμε και μας δημιουργεί πνευματική σύγχυση, με την πλήρη παράδοση, την εγκα­τάλειψη στα χέρια του Θεού.
Θα σας πω ένα παράδειγμα πάνω σ” αυτό.
Πριν από είκοσι πέντε χρόνια ένας φίλος μου σκοτώ­θηκε στις μάχες για την απελευθέρωση του Παρισιού. Είχε δυο παιδιά, τα όποια δεν με πολυαγαπούσαν. Ζή­λευαν επειδή με συνέδεε τόση φιλία με τον πατέρα τους.
Όταν όμως εκείνος πέθανε στράφηκαν και οι δύο προς έμενα, ακριβώς γιατί ήμουνα ο φίλος του πατέρα τους.
Μια μέρα, το ένα από τα παιδιά, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, ήρθε να με δει στο ιατρείο μου, (ήμουνα γιατρός πριν γίνω ιερέας).
Πρόσεξε ότι πάνω στο γρα­φείο μου, εκτός από τα ιατρικά εργαλεία, είχα και ένα Ευαγγέλιο.
Με όλη τη σιγουριά της νεαρής ηλικίας της μου είπε:
«Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς ένας άνθρωπος, που υποτίθεται ότι είναι μορφωμένος, μπορεί να πιστεύ­ει σε τέτοια ανόητα πράγματα».
Τότε τη ρώτησα: «Εσύ το διάβασες αυτό το βιβλίο;»
«Όχι» μου απάντησε.
«Μην ξεχνάς», της είπα «πως μόνο οι ανόητοι άνθρωποι κρίνουν πράγματα που δεν τα ξέρουν».
Ύστερα από αυ­τή την κουβέντα μας διάβασε το Ευαγγέλιο και ενδια­φέρθηκε τόσο πολύ ώστε άλλαξε όλη της η ζωή. Άρχισε να προσεύχεται και ο Θεός της χάρισε την εμπειρία της Παρουσίας Του, και μ” αυτή έζησε για αρκετό καιρό. Αργότερα αρρώστησε από μια αθεράπευτη αρρώστια και μου έγραψε ένα γράμμα, όταν είχα γίνει πια ιερέας και βρισκόμουνα στην Αγγλία. Έγραφε λοιπόν:
«από τότε που το σώμα μου άρχισε να αδυνατίζει και νά εξασθενί­ζει μέχρι θανάτου, το πνεύμα μου ζωντάνεψε, έγινε ζω­ηρότερο απ” ό,τι ήταν πριν και νιώθω τη θεία Παρουσία πολύ εύκολα και πολύ χαρούμενα».
Της απάντησα: «Μην περιμένεις αυτό να διαρκέσει πάρα πολύ. Όταν οι δυνά­μεις σου σε εγκαταλείψουν ακόμα περισσότερο, δεν θά μπορείς εύκολα να στραφείς προς το Θεό και θα νομί­σεις πως δεν μπορείς πια να Τον προσεγγίσεις».
Ύστε­ρα από λίγο καιρό μου ξανάγραψε: «Ναι, τώρα έχω αδυ­νατίσει τόσο, ώστε δεν μπορώ να κάνω την προσπάθεια να κινηθώ προς το Θεό. Δεν μπορώ ακόμη και να Τον α­ναζητήσω ενεργά και ο Θεός, νομίζω, έχει απομακρυν­θεί».
Της απάντησα: «Τώρα κάνε κάτι άλλο. Προσπάθησε να μάθεις την ταπείνωση. Την ταπείνωση με τη βαθιά, πραγματική έννοια της λέξης».
Η λέξη ταπείνωση (humility) στην Αγγλική γλώσσα προέρχεται από τη Λατινική λέξη «humus» που θα πει εύ­φορη γή.
Για μένα, ταπείνωση δεν είναι αυτό που, συνή­θως, εννοούμε σήμερα: δηλαδή ο αφελής τρόπος με τον οποίο φανταζόμαστε ότι είμαστε οι χειρότεροι όλων και προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους ότι, αυτοί οι α­φύσικοι τρόποι συμπεριφοράς μας, μαρτυρούν πως ξέ­ρουμε τον εαυτό μας και αυτό που είμαστε.
Για μένα, ταπείνωση είναι να είμαστε όπως η γή, το χώμα που πατά­με.
Η γή βρίσκεται πάντα, στη θέση της και είμαστε σί­γουροι γι’ αυτό, το παίρνουμε σαν δεδομένο. Δεν την υ­πολογίζουμε, την πατάμε όλοι μας, ρίχνουμε πάνω της ό­λα τα άχρηστα, τα σκουπίδια. Η γή βρίσκεται πάντα εκεί, σιωπηλή, δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε τι που πετάμε. Και κατά κάποιο θαυμαστό τρόπο, αναδημιουργεί τα σκουπί­δια και κάνει από τα άχρηστα ένα καινούργιο πλούτο πα­ρά την αποσύνθεση τους.
Μεταμορφώνει την ίδια την α­ποσύνθεση σε δύναμη ζωής, δίνει νέες δυνατότητες δημιουργίας. Είναι εκτεθειμένη στο λαμπρό ήλιο και στη βροχή· έτοιμη να δεχτεί κάθε σπόρο που θα σπείρουμε και ικανή να ανταποδώσει τριακονταπλάσια, εξηκονταπλάσια ή και εκατονταπλάσια από κάθε σπόρο που δέχεται. Είπα, λοιπόν, στην κοπέλλα αυτή: «Μάθε να είσαι έτσι μπροστά στο Θεό: εγκαταλειμμένη, παραδομένη, έτοιμη να δεχτείς το καθετί από τους ανθρώπους, το καθετί από το Θεό». Και στ” αλήθεια αυτή η κοπέλλα, υπέφερε πά­ρα πολλά, από τους ανθρώπους. Μέσα σε έξι μήνες ο σύ­ζυγος της κουράστηκε να έχει μια σύζυγο που να αργο­πεθαίνει και την εγκατέλειψε. Έτσι το άχρηστο πετά­χτηκε χωρίς τύψεις…. Αλλά τότε ο Θεός ανέτειλε τον ή­λιο Του και χάρισε τη βροχή Του, γιατί μετά από λίγο καιρό μου έγραψε: «Πλησιάζω στο τέλος. Δεν μπορώ πια νά κινηθώ προς το Θεό, αλλά τώρα είναι Έκείνος που έρχεται σε μένα».
Αυτή δεν είναι μόνο μια ιστορία για να διευκρινίσω ό­σα έχω πει, αλλά είναι αυτό ακριβώς το θέμα μας: αυτή είναι η αδυναμία στην όποια ο Θεός φανερώνει τη δύνα­μη Του. Αυτή είναι η κατάσταση μέσα στην οποία η α­πουσία του Θεού μπορεί να μετατραπεί σε Παρουσία Του.
Δεν μπορούμε να αιχμαλωτίσουμε το Θεό. Αλλά όταν σταθούμε σαν τον Τελώνη ή σαν την κοπέλλα αυτή, πέρα από την περιοχή του «δικαίου» στην πραγματικότητα της ευσπλαχνίας και του ελέους, θα μπορέσουμε να συναντήσουμε το Θεό….

1.Αρχιεπίσκοπος Anthony Bloom, «Μάθε να προσεύχεσαι», εκδ. «Η Έλαφος» σ.38-42

Πηγή: Το κανδυλάκι

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Προσευχή υπέρ της εσωτερικής γαλήνης

Μία προσευχή που βοηθά στον αυτοέλεγχο, την ηρεμία και την γαλήνη…
Θεέ μου, κάνε με να έχω ευγένεια.
Όταν οι πόρτες δίπλα μου βροντούν, βοήθησέ με να μιλώ ήρεμα.

Όταν οι απαιτήσεις των άλλων ξεπερνούν την αντοχή μου, δώσε γλυκύτητα στη φωνή μου.
Όταν έχω να κάνω με τους άλλους που με πληγώνουν, δώσε μου τη σιωπή της ταπεινοφροσύνης.
Νάναι η φωνή μου απαλή όταν υπογραμμίζει, νάναι τρυφερή όταν υποδεικνύει, έτσι που να εγγίζει χωρίς να ξεσκίζει. Να εισχωρεί στην καρδιά χωρίς να ματώνει.
Ας έχω θεέ μου, ισορροπία στις μικρές αναποδιές και στα μεγάλα προβλήματα. Ας συνειδητοποιήσω πως η ευγένεια είναι η δύναμη και όχι ο πόλεμος που καταρρακώνει την αξιοπρέπεια των άλλων και θάβει την δική μου υπόληψη.
Ας μην καταναλίσκω πολύτιμη ενέργεια με την διαπεραστική, άγρια φωνή μου, που μόνο θύελλες ξεσηκώνει και καμία λύση δεν δίνει.
Μαλάκωσε, Σε παρακαλώ, τις τραχιές άκρες του χαρακτήρα μου, που απομακρύνουν τους δικούς μου από τη φωλιά τους.
Προτού σερβίρω την συνταγή του σωστού, ας έρθω στη θέση του άλλου για να προλάβω τον εαυτό μου να μη χειρονομεί ανεξέλεγκτα, αλλά να κατανοεί για να βοηθήσει.
Οι ευγενικοί μου τρόποι, ας δημιουργούν κλίμα εύκρατο στο σπιτικό μου για να ευδοκιμούν οι καρποί του Παναγίου Σου Πνεύματος.
Σε παρακαλώ, Θεέ μου, γέμισε το είναι μου με την Παρουσία Σου, για να μπορώ αληθινά να χαμογελώ και οι άλλοι να εκτονώνονται από την ένταση που τους δημιουργεί η καθημερινή ζωή.
Βοήθησέ με να έχω την δύναμη, ειλικρινά να επαινώ τα σωστά των άλλων, για ν᾿ αρχίσουν ν᾿ αγαπούν το τέλειο, το σεμνό, το ωραίο.
Ας μπορούσα νάχω έντονη πνευματικότητα αλλά διακριτική παρουσία για να διψάσουν το Άγιο και να αναζητήσουν Εσένα!
Ας μην εξάπτωμαι όταν δεν συμφωνούν μαζί μου, αλλά να χαίρωμαι την οντότητα που αποκτούν.
Ας μην απομακρύνωμαι από αγαπημένα μου πρόσωπα, όταν ζούν την ανεξαρτησία που δικαιούνται, αλλά μέσα στον δρόμο Σου.
Ας μην υπενθυμίζω, Κύριε, λάθη παλιά, για να μπορούν να να ξαναρχίζουν τον ωραίο τους αγώνα.
Ας έχω την σοφία να μην κάνω συγκρίσεις, για να μην μειώνω την αυτοπεποίθησή τους.
Καί όταν το πρόγραμμα της ημέρας μου παραβιάζεται, ας έχω την ευελιξία να προσαρμόζωμαι χωρίς να στενοχωρώ. Μού είπες, Κύριε, πως η ευγένεια είναι συνώνυμη της αγάπης. Δεν μου μένει, λοιπόν, παρά μέτρο αναφοράς μου νάναι ο Ύμνος της αγάπης του Αποστόλου Σου, κι έτσι με την ψυχή γεμάτη από τη δική Σου αγάπη, να φέρωμαι ευγενικά.
Βοήθησε, Κύριε!

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δώρησέ μας ἀληθινή, δακρύβρεκτη μετάνοια


Ἐσὺ μᾶς ἔμεινες μοναδικὴ ἐλπίδα σωτηρίας. Εἶσαι ἡ ἀλήθεια μέσα σὲ τόσα ψέμματα. Εἶσαι ἡ χαρά μας μέσα σὲ τόσες θλίψεις. Εἶσαι ἡ λύτρωσίς μας μέσα σὲ τόση ἁμαρτία. Εἶσαι ἡ Εἰρήνη μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο τόσο ταραγμένο. Εὐλαβικὰ Σὲ προσκυνῶ, δέσποζε ἐπὶ πάντων.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Ευχή για την οικονομική κρίση

Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ δείξας τό ἔλεός Σου ἐν πᾶσι τοῖς προσιοῦσι σοι καί ἐξαιτουμένοις τοῦτο, ὁ εὐμήχανος καί ποικίλα ἔχων τῆς σωτηρίας τά φάρμακα, «ὁ πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν καί Θεός πάσης παρακλήσεως, ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐπί πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν», ὁ διά τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ πληροφορήσας ἡμᾶς ὅτι «οἰκτίρμων» ὑπάρχεις καί πολυέλεος, «ὁ ἐλεῶν πάντας, ὅτι πάντα δύνασαι καί παρορῶν ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν», ὁ παρακινήσας τόν προφητάνακτα Δαυΐδ εἰπεῖν· «καθαρισθήσομαι ἀπό ἁμαρτίας μεγάλης» τῇ δυνάμει σου, ὁ μή θέλων τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, πρόσδεξαι ἐν ταύτῃ τῇ ὥρᾳ τήν δέησιν ἡμῶν ὑπέρ τοῦ Ἔθνους καί τῆς Πατρίδος ἡμῶν.

Πάντες γάρ οἱ ὁμοπάτριδες κείμεθα ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς τῶν θλίψεων ὀδυνόμενοι ἐπί τῇ χλεύῃ καί καταφρονήσει τῆς φιλτάτης ἡμῶν πατρίδος, οὐ μήν ἀλλά καί τῇ δυστυχίᾳ τῶν κατοίκων αὐτῆς.

Ὄντως ἔκ τε τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν καί ἐκ τῆς ἐνεστώσης οἰκονομικῆς ἀνάγκης καί τῆς πνευματικῆς κρίσεως τῶν Ἐθνῶν κατέστημεν ἄνθρωποι θλῖψιν μόνιμον ἔχοντες καί Ἔθνος ὑπό τῶν ἄλλων Ἐθνῶν ὀνειδιζόμενον.

Δός, οὖν, ἡμῖν, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν ἄνεσιν βίου, πάντα τά χρειώδη τῆς καθ᾽ ἡμέραν ἐπί τῆς γῆς ἡμῶν διαβιώσεως, μετάνοιαν διά τάς παραλείψεις καί ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐλευθερίαν ἐκ τῶν πολλῶν δυσοιώνων λογισμῶν, πίστιν βεβαίαν πρός Σέ, ἐλπίδα ἐπί τά βελτίω τῶν ὀχληρῶν ἡμῶν καταστάσεων ἀκαταίσχυντον, χαράν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν σταθηράν.

Ἐξάγαγε ἡμᾶς ἐκ τῶν λυπηρῶν ἐπί τά θυμηδέστερα, ἐκ τῶν στενωπῶν τῆς ἀπελπισίας εἰς τόν δίαυλον τοῦ θάρσους, ἐκ τῆς ὀλισθηρᾶς ὁδοῦ τῆς ἀπωλείας εἰς τήν ἀτραπόν τῆς σταθερότητος, ἐκ τῆς ἀπιστίας εἰς τήν πίστιν, φανερῶν τοῖς πᾶσι τόν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.

Ὅτι σύ εἶ ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Σεβ. Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και αλμωπίας κ. Ιωήλ.

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

16 Νοεβρίου 2014 - Τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 46
Τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ματ­θαί­ου
16 Νο­ε­βρί­ου 2014
Ματ­θαί­ου η΄ 9 - 13

Συγ­κι­νη­τι­κὴ καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὴ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς κλή­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου καὶ εὐ­αγ­γε­λι­στὴ Ματ­θαί­ου ποὺ σή­με­ρα ἡ ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει τὴ μνή­μη του.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ασυμβίβαστος με την έπαρση της εξουσίας. [13 Νοεμβρίου]


Γεννήθηκε το 354 στην Αντιόχεια υπό τον ανώτερο αξιωματικό Σεκούνδο και τη θαυμαστή Ανθούσα, που μόλις είκοσι ετών έμεινε χήρα. Έκανε τον Ιωάννη ν’ αγαπήσει μόνο την αρετή, όπως και η ίδια. Έλαβε σπουδαία μόρφωση. Σπούδασε ρητορική, νομική και φιλοσοφία. Ήταν δραστήριος, κοινωνικός, εργατικός, ευφυής, μνήμονας, θαρρετός και δίκαιος. Είχε μέσο ανάστημα, αραιές τρίχες, βαθουλωμένο πρόσωπο, πλατύ μέτωπο. Δεν ήταν τόσο ωραίος. Είχε όμως μια χρυσή γλώσσα και καρδιά, αληθινά Χρυσόστομος και χρυσόκαρδος.

Λέγουν, αυτοί που ξέρουν, ποτέ δεν βλαστήμησε, δεν είπε ψέματα, δεν κακολόγησε, δεν χλεύασε κανένα. Φιλάρετος, φιλάδελφος και φιλόθεος. Αυστηρός στον εαυτό του κι επιεικής στους άλλους. Κατάφερε να προσηλώνει τη διάνοιά του από νέος μόνο εκεί που ήθελε. Μόνο στο αγαθό. Όταν αργότερα στις ομιλίες του ύψωνε τη φωνή του δεν ήταν από θυμό και γιατί έχανε τον έλεγχό του, αλλά ήθελε να προκαλέσει την προσοχή και τη διόρθωση. Ήταν πάντως κάπως νευρικός ως χαρακτήρας. Ανοικτός τύπος, με ωραία οράματα, προγράμματα και σχέδια.
  
Αρκετά νέος κατευθύνθηκε στην έρημο, στην ησυχία της οποίας, με άσκηση και προσευχή, μελέτησε καλά τον εαυτό του. Η εντρύφηση των Γραφών του έδωσε ιδιαίτερα βαθιά γνώση, όπως φαίνεται στις πολλές ερμηνευτικές ομιλίες του. 

Η σκληρή ασκητική ζωή τον αρρώστησε σοβαρά και τον ανάγκασε να επιστρέψει στην πολύβουη πόλη. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τους αγίους Μελέτιο και Φλαβιανό. Λέγεται πως ήταν τόση η ευγλωττία του, που στα κηρύγματά του συνάζονταν όλη η πόλη, που από τον ενθουσιασμό τον διέκοπτε και τον καταχειροκροτούσε. Η λαμπρή ευφράδεια του τον ονόμασε Χρυσόστομο.

Μιλούσε πολύ για ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, ταπεινοφροσύνη και μετάνοια. Υπήρξε ο μεγαλύτερος ιεροκήρυκας όλων των αιώνων. Τη δράση του δεν εξαντλούσε στο κήρυγμα. Οργάνωνε τη φιλανθρωπία, ασχολούνταν με τον καθένα προσωπικά και με τόλμη υποστήριζε άφοβα τους αδικημένους. Εκεί όμως που αναδείχθηκε άριστος ποιμένας και διδάσκαλος ήταν ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως. Απτόητος στιγμάτισε την αδικία, την υπερπολυτέλεια και την υποκρισία. Δίνοντας το καλό παράδειγμα εκποίησε τον πλούτο της αρχιεπισκοπής, για την ανέγερση πτωχοκομείων, νοσοκομείων και ξενώνων. Στάθηκε αυστηρός στους απρόσεκτους κληρικούς.
Ένας όσιος ελέγχει τους ανόσιους κι όταν ακόμη σιωπά. Δεν άργησε να έλθει ο φθόνος και η εχθρότητα κατά του αγίου αρχιεπισκόπου. Συνεργάσθηκε η κακία με τη ζήλεια και τη συκοφαντία και τον εξόρισαν μακριά. Ο λαός πήγε να ξεσηκωθεί. Ο Χρυσόστομος δεν τον άφησε. Υπέμεινε την αδικία με αταραξία και σιωπή. Ασυμβίβαστος με την έπαρση της εξουσίας ακολούθησε τον δρόμο της πικρής εξορίας. Σώζονται υπέροχες επιστολές του προς τους πιστούς μαθητές του από τον τόπο της εξορίας και ιδιαίτερη προς την εξαίρετη διακόνισσα Ολυμπιάδα.
Εξέπνευσε περίπου πενήντα ετών στα παγωμένα μάρμαρα μιας εκκλησίας στα Κόμανα του Πόντου λέγοντας: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!» στις 14.9.407. Τα 23 από τα 33 έτη που βρίσκομαι στο Άγιον Όρος τα διέρχομαι στην Καλύβη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Καθημερινά ασπάζομαι την εικόνα του και διατηρώ ακοίμητο το καντήλι του. Οι προκάτοχοι Γέροντες ανεπαύθησαν την ημέρα της μνήμης του στις 13 Νοεμβρίου.

Σε μέρες δύσκολες μας θυμίζει την ωραιότητα της φιλοθεΐας και φιλανθρωπίας, την αγριότητα της αδικίας και τη ντροπή της υποκρισίας. Αξίζει να θυμόμαστε κάποτε τέτοιες ιερές μορφές κι αγέρωχες ψυχές.

Πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσέβειας

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Έκτακτη ανακοίνωση από την "Ιματιοθήκη της Αγάπης" της Ιεράς Μητροπόλεως Χἰου
Θερμή παράκληση, λόγω της υπέρ πληρότητας των χώρων αποθήκευσης της Ιματιοθήκης της Αγάπης της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών και Οινουσσών, η Ιματιοθήκη θα δέχεται ιματισμό και λοιπά είδη από το νέο έτος. 

Σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων για την κατανόηση.

Εκ της Ιματιοθήκης
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
ΗΜΕΡΙΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΧΙΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ "ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΘΕΜΑΤΑ" ΣΤΟ "ΟΜΗΡΕΙΟ" Π. Κ. Δ. ΧΙΟΥ

Διαβάστε εδώ το σχετικό Εγκύκλιο Σημείωμα
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Εντυπωσιακή και υπερήφανη [ΒΙΝΤΕΟ- ΦΩΤΟ] Πλήθος κόσμου στην έπαρση της σημαίας 150 τ.μ. στο λιμάνι της Χίου
Με την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου από τη φιλαρμονική του Δήμου Χίου και παρουσία πλήθους κόσμου, αιρετών, στρατιωτικού αγήματος και της ΑΕΝ Χίου, συνοδεύτηκε η έπαρση της γιγαντιαίας σημαίας 150 τ.μ. στο Λιμάνι της Χίου.


Πρόκειται για μία πρωτοβουλία της Ιεράς Μητρόπολης Χίου στα πλαίσια του εορτασμού των 102ων Ελευθέριων του νησιού από τον Οθωμανικό ζυγό στις 11/11/1912.

Η σημαία που αναρτήθηκε με τη χρήση ειδικού γερανού, ελλείψει ειδικού ιστού τέτοιου που να μπορεί να αντέξει το μέγεθός της θα παραμείνει σε αυτή τη θέση μέχρι και την Τετάρτη και θα υψώνεται από εδώ και στο εξής σε κάθε εθνική επέτειο.

«Είναι μία σημαία για να σκεπάζει τη Χίο μας, το Αιγαίο μας, την πατρίδα μας. Και για να θυμηθώ και τον λόγο του ποιητή «Αυτή δεν είναι από πανιού λωρίδα καμωμένη, είναι από αίμα και καπνούς κι από φωτιά βγαλμένη»», ανέφερε στις δηλώσεις του ο Μητροπολίτης Χίου κ. Μάρκος.
 

Δείτε το φωτογραφικό υλικό εδώ
Πηγή: ΠΟΛΙΤΗΣ  ΚΑΙ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Κυριακή Ζ΄ Λουκά: Λόγος εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν

ag ioannis xrysostomos

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος 

Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα.

Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς. Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του. 

Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών. «Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως. Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε καν αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν θα απαλλαγώ; Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη. Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν;

Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν. Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας.

Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε». Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια. Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της. Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες.

Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλιτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε. Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή.

Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει). Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, επλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».

Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν. Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου.

Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των. Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός. Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού. Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο. Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.

Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μείνε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος. Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τί θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως; Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί. Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τί περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.

Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τί θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τί θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν. Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει. Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις;

Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τί περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος - 5ος αιών, Migne, PG τομ. 57, στ. 369 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 353 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)